θηρίον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρίον''': τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ θήρ, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρῆσιν ἰσοδύναμον αὐτῷ, = ἄγριον [[θηρίον]], ἄγριον [[ζῷον]], ἰδίως ἐπὶ τῶν θηρευομένων, [[μάλα]] γὰρ μέγα [[θηρίον]] ἦεν, ἐπὶ ἐλάφου, Ὀδ. Κ. 171, 180 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.)· πράγματι δὲ [[εἶναι]] ὁ πεζὸς [[τύπος]] τοῦ θήρ, [[ἀλλά]], ὡς ἡ λέξ. [[παιδίον]], [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται παρὰ Τραγ. ([[διότι]] τὰ Ἀποσπάσματα τοῦ Εὐριπ. τὰ προσαγόμενα ὡς παραδείγματα τοῦ ἐναντίου [[εἶναι]] νόθα): ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡρόδ. 6. 44, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Ἰσοκρ. 267Β, κτλ.· [[ἀλλά]], θ. ὕειον Πλάτ. Πολ. 535Ε· ἐπὶ κυνός, Θεόκρ. 25. 79: - ἐν τῷ πληθ., κτήνη, ζῷα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀνθρώπους, πτηνὰ καὶ ἰχθῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 4, Ἡρόδ. 3. 108· ἄγρια θηρία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ βοτά, βοσκήματα, Πλάτ. Μενεξ. 237D·- παροιμ., ἢ [[θηρίον]] ἢ [[θεός]], ἢ κατώτερον ἢ ἀνώτερον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 14, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2· [[οὕτως]], εἰς θηρίου βίον ἀφικνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδρ. 249Β. 2) συνώνυμον τῷ [[ζῷον]], Ἡρόδ. 1. 119· νενόμισται πῦρ [[εἶναι]] ἔμψυχον ὁ αὐτ. 3. 16· ἔτι καὶ ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 13, 7, Ἀντιφάν. Λυκ. 1. 7· οὐκ ἔστιν οὐδὲν θ. τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον ὁ αὐτ. ἐν Μοιχ. 1· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φυτά, Πλάτ. Συμπ. 188Β. 3) δηλητηριῶδες [[ζῷον]], [[ἑρπετόν]], [[ὄφις]] (ἴδε [[θηριακός]]), Διοσκ. 1. 135, Πράξ. Ἀποσπ. κη΄, 4. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς πράγματι ὑποκορ., μικρὸν [[ζῷον]], ζῳύφιον, ἔντομον, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 39, 6· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 19. 6· ἐπὶ ἑλμίνθων, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, = [[θηρίωμα]], Ἱππ. Κωακ. 192. IV. ὡς [[ἐπίπληξις]] ἢ [[ὄνειδος]], [[κτῆνος]]! ὡς τὸ Λατ. bellua ἢ τὸ Γαλλ. bête, ὦ δειλότατον σὺ [[θηρίον]] Ἀριστοφ. Πλ. 439, πρβλ. Ἱππ. 274, Νεφ. 184· κόλακι, δεινῷ θηρίῳ Πλάτ. Φαίδρ. 240Β· ἡ [[πενία]] καλεῖται βαρύτατον θ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 497· περὶ δὲ τῆς μουσικῆς λέγεται αεί τι καινὸν [[θηρίον]] τίκτειν Ἀναξίλ. Ὑακ. 1· τί δ’, εἰ [[αὐτοῦ]] τοῦ θηρίου ἀκηκόατε; ἔλεγεν ὁ Αἰσχίνης περὶ τοῦ Δημοσθένους, Πλίν. Ἐπιστ. 2. 3.
|lstext='''θηρίον''': τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ θήρ, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρῆσιν ἰσοδύναμον αὐτῷ, = ἄγριον [[θηρίον]], ἄγριον [[ζῷον]], ἰδίως ἐπὶ τῶν θηρευομένων, [[μάλα]] γὰρ μέγα [[θηρίον]] ἦεν, ἐπὶ ἐλάφου, Ὀδ. Κ. 171, 180 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.)· πράγματι δὲ [[εἶναι]] ὁ πεζὸς [[τύπος]] τοῦ θήρ, [[ἀλλά]], ὡς ἡ λέξ. [[παιδίον]], [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται παρὰ Τραγ. ([[διότι]] τὰ Ἀποσπάσματα τοῦ Εὐριπ. τὰ προσαγόμενα ὡς παραδείγματα τοῦ ἐναντίου [[εἶναι]] νόθα): ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡρόδ. 6. 44, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Ἰσοκρ. 267Β, κτλ.· [[ἀλλά]], θ. ὕειον Πλάτ. Πολ. 535Ε· ἐπὶ κυνός, Θεόκρ. 25. 79: - ἐν τῷ πληθ., κτήνη, ζῷα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀνθρώπους, πτηνὰ καὶ ἰχθῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 4, Ἡρόδ. 3. 108· ἄγρια θηρία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ βοτά, βοσκήματα, Πλάτ. Μενεξ. 237D·- παροιμ., ἢ [[θηρίον]] ἢ [[θεός]], ἢ κατώτερον ἢ ἀνώτερον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 14, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2· [[οὕτως]], εἰς θηρίου βίον ἀφικνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδρ. 249Β. 2) συνώνυμον τῷ [[ζῷον]], Ἡρόδ. 1. 119· νενόμισται πῦρ [[εἶναι]] ἔμψυχον ὁ αὐτ. 3. 16· ἔτι καὶ ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 13, 7, Ἀντιφάν. Λυκ. 1. 7· οὐκ ἔστιν οὐδὲν θ. τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον ὁ αὐτ. ἐν Μοιχ. 1· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φυτά, Πλάτ. Συμπ. 188Β. 3) δηλητηριῶδες [[ζῷον]], [[ἑρπετόν]], [[ὄφις]] (ἴδε [[θηριακός]]), Διοσκ. 1. 135, Πράξ. Ἀποσπ. κη΄, 4. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς πράγματι ὑποκορ., μικρὸν [[ζῷον]], ζῳύφιον, ἔντομον, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 39, 6· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 19. 6· ἐπὶ ἑλμίνθων, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, = [[θηρίωμα]], Ἱππ. Κωακ. 192. IV. ὡς [[ἐπίπληξις]] ἢ [[ὄνειδος]], [[κτῆνος]]! ὡς τὸ Λατ. bellua ἢ τὸ Γαλλ. bête, ὦ δειλότατον σὺ [[θηρίον]] Ἀριστοφ. Πλ. 439, πρβλ. Ἱππ. 274, Νεφ. 184· κόλακι, δεινῷ θηρίῳ Πλάτ. Φαίδρ. 240Β· ἡ [[πενία]] καλεῖται βαρύτατον θ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 497· περὶ δὲ τῆς μουσικῆς λέγεται αεί τι καινὸν [[θηρίον]] τίκτειν Ἀναξίλ. Ὑακ. 1· τί δ’, εἰ [[αὐτοῦ]] τοῦ θηρίου ἀκηκόατε; ἔλεγεν ὁ Αἰσχίνης περὶ τοῦ Δημοσθένους, Πλίν. Ἐπιστ. 2. 3.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>sans idée de dimin.</i> bête :<br /><b>1</b> bête féroce <i>ou</i> sauvage;<br /><b>2</b> bête <i>p. opp. aux hommes, aux oiseaux et aux poissons</i>;<br /><b>3</b> bête, animal <i>en gén.</i><br /><b>4</b> fig. <i>en mauv. part</i> bête monstrueuse <i>ou</i> vile : [[τί]] δ’ [[εἰ]] [[αὐτοῦ]] [[τοῦ]] θηρίου ἀκηκόατε ; ESCHN et que serait-ce, si vous aviez entendu le monstre lui-même ?<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
}}
}}