Anonymous

θηρίον: Difference between revisions

From LSJ
3,377 bytes added ,  5 August 2017
6_21
(13_6b)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] τό, der Form nach dim. von θήρ, aber in der attischen Prosa die gew. Form dafür; schon Hom. sagt von einem Hirsche [[μάλα]] γὰρ μέγα [[θηρίον]] ἦεν, Od. 10, 171. 180; θ ηρία πάντα H. h. 4, 4; Plat. stellt Rep. IX, 571 d ἄνθρωποι καὶ θεοὶ καὶ θηρία, Men. 237 d θηρία τε καὶ βοτά zusammen; vom Wlde, Aesch. Ch. 230; oft bei Xen., z. B. Cyr. 1, 4, 16; von schädlichen, reißenden Thieren, [[ἄγριον]] Her. 6, 44; Isocr. 1 2, 121; Plut. oft, von Elephanten, Pol. 11, 1, 12; D. Sic.; – μικρά Xen. Cyr. 1, 6, 39; von Fischen, Arist. H. A. 8, 13; von der Biene, τυτθὸν [[θηρίον]] Theocr. 19, 6. Auch Eingeweidewürmer. – Bei den Rednern, wie Din. 3, 19 u. öfter, als Schimpfwort; vgl. Ar. Nubb. 184 Pl. 439. – Bei den Aerzten ein böses Geschwür, nach Hesych. = [[καρκίνος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] τό, der Form nach dim. von θήρ, aber in der attischen Prosa die gew. Form dafür; schon Hom. sagt von einem Hirsche [[μάλα]] γὰρ μέγα [[θηρίον]] ἦεν, Od. 10, 171. 180; θ ηρία πάντα H. h. 4, 4; Plat. stellt Rep. IX, 571 d ἄνθρωποι καὶ θεοὶ καὶ θηρία, Men. 237 d θηρία τε καὶ βοτά zusammen; vom Wlde, Aesch. Ch. 230; oft bei Xen., z. B. Cyr. 1, 4, 16; von schädlichen, reißenden Thieren, [[ἄγριον]] Her. 6, 44; Isocr. 1 2, 121; Plut. oft, von Elephanten, Pol. 11, 1, 12; D. Sic.; – μικρά Xen. Cyr. 1, 6, 39; von Fischen, Arist. H. A. 8, 13; von der Biene, τυτθὸν [[θηρίον]] Theocr. 19, 6. Auch Eingeweidewürmer. – Bei den Rednern, wie Din. 3, 19 u. öfter, als Schimpfwort; vgl. Ar. Nubb. 184 Pl. 439. – Bei den Aerzten ein böses Geschwür, nach Hesych. = [[καρκίνος]].
}}
{{ls
|lstext='''θηρίον''': τό, κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ θήρ, ἀλλὰ κατὰ τὴν χρῆσιν ἰσοδύναμον αὐτῷ, = ἄγριον [[θηρίον]], ἄγριον [[ζῷον]], ἰδίως ἐπὶ τῶν θηρευομένων, [[μάλα]] γὰρ μέγα [[θηρίον]] ἦεν, ἐπὶ ἐλάφου, Ὀδ. Κ. 171, 180 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.)· πράγματι δὲ [[εἶναι]] ὁ πεζὸς [[τύπος]] τοῦ θήρ, [[ἀλλά]], ὡς ἡ λέξ. [[παιδίον]], [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται παρὰ Τραγ. ([[διότι]] τὰ Ἀποσπάσματα τοῦ Εὐριπ. τὰ προσαγόμενα ὡς παραδείγματα τοῦ ἐναντίου [[εἶναι]] νόθα): ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡρόδ. 6. 44, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Ἰσοκρ. 267Β, κτλ.· [[ἀλλά]], θ. ὕειον Πλάτ. Πολ. 535Ε· ἐπὶ κυνός, Θεόκρ. 25. 79: - ἐν τῷ πληθ., κτήνη, ζῷα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀνθρώπους, πτηνὰ καὶ ἰχθῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 4, Ἡρόδ. 3. 108· ἄγρια θηρία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ βοτά, βοσκήματα, Πλάτ. Μενεξ. 237D·- παροιμ., ἢ [[θηρίον]] ἢ [[θεός]], ἢ κατώτερον ἢ ἀνώτερον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 14, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2· [[οὕτως]], εἰς θηρίου βίον ἀφικνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδρ. 249Β. 2) συνώνυμον τῷ [[ζῷον]], Ἡρόδ. 1. 119· νενόμισται πῦρ [[εἶναι]] ἔμψυχον ὁ αὐτ. 3. 16· ἔτι καὶ ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 13, 7, Ἀντιφάν. Λυκ. 1. 7· οὐκ ἔστιν οὐδὲν θ. τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον ὁ αὐτ. ἐν Μοιχ. 1· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φυτά, Πλάτ. Συμπ. 188Β. 3) δηλητηριῶδες [[ζῷον]], [[ἑρπετόν]], [[ὄφις]] (ἴδε [[θηριακός]]), Διοσκ. 1. 135, Πράξ. Ἀποσπ. κη΄, 4. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς πράγματι ὑποκορ., μικρὸν [[ζῷον]], ζῳύφιον, ἔντομον, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 39, 6· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μελισσῶν, Θεόκρ. 19. 6· ἐπὶ ἑλμίνθων, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, = [[θηρίωμα]], Ἱππ. Κωακ. 192. IV. ὡς [[ἐπίπληξις]] ἢ [[ὄνειδος]], [[κτῆνος]]! ὡς τὸ Λατ. bellua ἢ τὸ Γαλλ. bête, ὦ δειλότατον σὺ [[θηρίον]] Ἀριστοφ. Πλ. 439, πρβλ. Ἱππ. 274, Νεφ. 184· κόλακι, δεινῷ θηρίῳ Πλάτ. Φαίδρ. 240Β· ἡ [[πενία]] καλεῖται βαρύτατον θ., Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 497· περὶ δὲ τῆς μουσικῆς λέγεται αεί τι καινὸν [[θηρίον]] τίκτειν Ἀναξίλ. Ὑακ. 1· τί δ’, εἰ [[αὐτοῦ]] τοῦ θηρίου ἀκηκόατε; ἔλεγεν ὁ Αἰσχίνης περὶ τοῦ Δημοσθένους, Πλίν. Ἐπιστ. 2. 3.
}}
}}