κοινοβουλέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινοβουλέω''': ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.
|lstext='''κοινοβουλέω''': ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />délibérer en commun.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[βουλή]].
}}
}}