κοινοβουλέω

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοβουλέω Medium diacritics: κοινοβουλέω Low diacritics: κοινοβουλέω Capitals: ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΩ
Transliteration A: koinobouléō Transliteration B: koinobouleō Transliteration C: koinovouleo Beta Code: koinoboule/w

English (LSJ)

deliberate in common, X.Lac.13.1:—Med., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1468] gemeinschaftlich berathschlagen, Xen. Lac. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

κοινοβουλῶ :
délibérer en commun.
Étymologie: κοινός, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

κοινοβουλέω: совместно обсуждать, совещаться Xen.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβουλέω: ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.

Greek Monotonic

κοινοβουλέω: (βουλή), αποφασίζω από κοινού, σε Ξεν.

Middle Liddell

κοινο-βουλέω, βουλή
to deliberate in common, Xen.