σιδηρόνωτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.
|lstext='''σῐδηρόνωτος''': -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au dos de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[νῶτος]].
}}
}}