3,270,824
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεμπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐμπορεύομαι]] [[προσέτι]], ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., [[παρέχω]] τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ [[ἱστορία]] εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9. | |lstext='''παρεμπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐμπορεύομαι]] [[προσέτι]], ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., [[παρέχω]] τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ [[ἱστορία]] εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=négocier par surcroît, <i>fig.</i> traiter en passant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμπορεύομαι]]. | |||
}} | }} |