Anonymous

παρεμπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεμπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐμπορεύομαι]] [[προσέτι]], ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., [[παρέχω]] τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ [[ἱστορία]] εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
|lstext='''παρεμπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐμπορεύομαι]] [[προσέτι]], ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., [[παρέχω]] τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ [[ἱστορία]] εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
}}
{{bailly
|btext=négocier par surcroît, <i>fig.</i> traiter en passant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμπορεύομαι]].
}}
}}