3,274,216
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεμάς''': -άδος, ἡ, μικρά, νέα [[ἔλαφος]]. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· [[ὡσαύτως]] κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς. | |lstext='''κεμάς''': -άδος, ἡ, μικρά, νέα [[ἔλαφος]]. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· [[ὡσαύτως]] κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br />faon, jeune biche, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> sáma- « sans cornes ». | |||
}} | }} |