Anonymous

κεμάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεμάς''': -άδος, ἡ, μικρά, νέα [[ἔλαφος]]. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· [[ὡσαύτως]] κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς.
|lstext='''κεμάς''': -άδος, ἡ, μικρά, νέα [[ἔλαφος]]. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· [[ὡσαύτως]] κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />faon, jeune biche, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> sáma- « sans cornes ».
}}
}}