3,273,446
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξός''': -ή, -όν, (ἴδε [[λικριφίς]])· - ὡς καὶ νῦν, πλαγίως κεκαμμένος, [[πλάγιος]], ἐλλειψοειδής, Λατιν. obliquus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· λοξὴ (ἐξυπ. [[γραμμή]]), ἐγκαρσία [[γραμμή]], Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· λοξὰ βαίνειν, ἐπὶ τοῦ καρκίνου, Βάβρ. 109. 1· λ. [[ὄφις]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 25· ὁ λοξὸς [[κύκλος]], ἡ ἐκλειπτική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 5, 3, πρβλ. Ἄρατ. 526· τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 13· λ. πορείας [[σχῆμα]] Πλουτ. Φωκ. 2· - λ. τῇ θέσει [[πρός]] τι, σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν [[πρός]] τι, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 73. 2) ἐπὶ βλεμμάτων ὑπόπτων, λοξὸν βλέπειν τινί, Λατ. Iimis oculis, Ἀνακρ. 79· λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Σόλων 26· λοξὰ βλ. Θεόκρ. 20. 13· λοξῷ ὄμματι [[ἰδεῖν]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 475· [[Ζεὺς]] αὐχένα λοξὸν ἔχει, ὁ [[Ζεὺς]] ἔχει ἀποστρέψῃ τὸν τράχηλόν του, δηλ. ἀπέσυρε τὴν εὔνοιάν του, Τυρταῖ. 7. 2· [[ἀλλά]], αὐχένα λοξὸν ἔχει = τῷ τοῦ Ὁρατίου stat capite obstipo, Θέογν. 536· - [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., [[δύσπιστος]], [[ὕποπτος]], λοξότερον ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 86, 8. 3) ἐπὶ γλώσσης, [[πλάγιος]], οὐχὶ εὐθὺς καὶ [[σαφής]], [[ἀμφίβολος]], [[ἀσαφής]], ἰδίως ἐπὶ χρησμῶν, Λουκ. Ἀλέξ. 10, Λυκόφρ. 14. 1467· λοξὰ ἀποκρίνασθαι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 28· - πρβλ. [[Λοξίας]], [[σκολιός]]. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 744. - Κυρίως ποιητικόν. | |lstext='''λοξός''': -ή, -όν, (ἴδε [[λικριφίς]])· - ὡς καὶ νῦν, πλαγίως κεκαμμένος, [[πλάγιος]], ἐλλειψοειδής, Λατιν. obliquus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· λοξὴ (ἐξυπ. [[γραμμή]]), ἐγκαρσία [[γραμμή]], Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· λοξὰ βαίνειν, ἐπὶ τοῦ καρκίνου, Βάβρ. 109. 1· λ. [[ὄφις]] Καλλ. Ἐπιγράμμ. 25· ὁ λοξὸς [[κύκλος]], ἡ ἐκλειπτική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 5, 3, πρβλ. Ἄρατ. 526· τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 13· λ. πορείας [[σχῆμα]] Πλουτ. Φωκ. 2· - λ. τῇ θέσει [[πρός]] τι, σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν [[πρός]] τι, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 73. 2) ἐπὶ βλεμμάτων ὑπόπτων, λοξὸν βλέπειν τινί, Λατ. Iimis oculis, Ἀνακρ. 79· λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Σόλων 26· λοξὰ βλ. Θεόκρ. 20. 13· λοξῷ ὄμματι [[ἰδεῖν]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 475· [[Ζεὺς]] αὐχένα λοξὸν ἔχει, ὁ [[Ζεὺς]] ἔχει ἀποστρέψῃ τὸν τράχηλόν του, δηλ. ἀπέσυρε τὴν εὔνοιάν του, Τυρταῖ. 7. 2· [[ἀλλά]], αὐχένα λοξὸν ἔχει = τῷ τοῦ Ὁρατίου stat capite obstipo, Θέογν. 536· - [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., [[δύσπιστος]], [[ὕποπτος]], λοξότερον ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 86, 8. 3) ἐπὶ γλώσσης, [[πλάγιος]], οὐχὶ εὐθὺς καὶ [[σαφής]], [[ἀμφίβολος]], [[ἀσαφής]], ἰδίως ἐπὶ χρησμῶν, Λουκ. Ἀλέξ. 10, Λυκόφρ. 14. 1467· λοξὰ ἀποκρίνασθαι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 28· - πρβλ. [[Λοξίας]], [[σκολιός]]. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 744. - Κυρίως ποιητικόν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />oblique, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui est de travers, incliné de gauche à droite <i>ou</i> de droite à gauche;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl.</i> d’oracles (<i>cf.</i> [[Λοξίας]]) : louche, équivoque ; λοξὰ ἀποκρίνεσθαι LUC faire une réponse louche.<br />'''Étymologie:''' R. Λεχ, être de travers, être oblique ; cf. [[λέχριος]], <i>lat.</i> luscus, limus. | |||
}} | }} |