σαρκοφαγέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοφᾰγέω''': ἐσθίω σάρκας, εἶμαι [[σαρκοφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. [[μέλη]], σπαράττω εἰς τεμάχια, [[κατακόπτω]], Ἀνθ. Π. 5. 151.
|lstext='''σαρκοφᾰγέω''': ἐσθίω σάρκας, εἶμαι [[σαρκοφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. [[μέλη]], σπαράττω εἰς τεμάχια, [[κατακόπτω]], Ἀνθ. Π. 5. 151.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />manger de la chair, être carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[σαρκοφάγος]].
}}
}}