σαρκοφαγέω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰγέω Medium diacritics: σαρκοφαγέω Low diacritics: σαρκοφαγέω Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΓΕΩ
Transliteration A: sarkophagéō Transliteration B: sarkophageō Transliteration C: sarkofageo Beta Code: sarkofage/w

English (LSJ)

A eat flesh, be carnivorous, Arist.HA628b33, PA662b1, al.
II c. acc., eat the flesh of, ἀνθρώπους D.S.1.89; σ. τὰς ζῴων σάρκας Id.5.39; σ. μέλη = eat the flesh of my limbs, AP5.150 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; μέλη, zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.

French (Bailly abrégé)

σαρκοφαγῶ :
manger de la chair, être carnivore.
Étymologie: σαρκοφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰγέω: ἐσθίω σάρκας, εἶμαι σαρκοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. μέλη, σπαράττω εἰς τεμάχια, κατακόπτω, Ἀνθ. Π. 5. 151.

Russian (Dvoretsky)

σαρκοφᾰγέω:
1 быть плотоядным, питаться мясом Arst.;
2 пожирать (τὰς ζῴων σάρκας Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκοφαγέω [σαρκοφάγος] vlees eten.