3,274,216
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἴγειρος''': ἡ, ὑψηλὴ [[λεύκη]], Τουρκ. «καβάκι» πρβλ. [[λεύκη]]· μακεδνή, μακρή, Ὀδ. Η. 106, Κ. 510· πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 24· αἴγ. ὑδατοτρεφέες, Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Ι. 140., Ε. 64. 70. Εὐρ. Ἱππ. 211 (λυρ.), ἔχουσα λεῖον φλοιὸν καὶ [[φύλλωμα]] πρὸ πάντων εἰς τὴν κορυφήν, Ἰλ. Δ. 482· μὲ τρέμοντα φύλλα, Ὀδ. Η. 106. Ὁ Ἀριστ. ἐγνώριζεν ὅτι τὸ [[δένδρον]] ἦτο δίοικον· αἴγ. [[ἄκαρπος]], (Κόσμ. 6. 37· πρβλ. περὶ Γεν. Ζ. 1. 18, 60), καὶ [[καρποφόρος]], (Θαυμ. ἀκ. 69): - ὡς [[δένδρον]] τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ὀδ. Κ. 510. | |lstext='''αἴγειρος''': ἡ, ὑψηλὴ [[λεύκη]], Τουρκ. «καβάκι» πρβλ. [[λεύκη]]· μακεδνή, μακρή, Ὀδ. Η. 106, Κ. 510· πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 24· αἴγ. ὑδατοτρεφέες, Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Ι. 140., Ε. 64. 70. Εὐρ. Ἱππ. 211 (λυρ.), ἔχουσα λεῖον φλοιὸν καὶ [[φύλλωμα]] πρὸ πάντων εἰς τὴν κορυφήν, Ἰλ. Δ. 482· μὲ τρέμοντα φύλλα, Ὀδ. Η. 106. Ὁ Ἀριστ. ἐγνώριζεν ὅτι τὸ [[δένδρον]] ἦτο δίοικον· αἴγ. [[ἄκαρπος]], (Κόσμ. 6. 37· πρβλ. περὶ Γεν. Ζ. 1. 18, 60), καὶ [[καρποφόρος]], (Θαυμ. ἀκ. 69): - ὡς [[δένδρον]] τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ὀδ. Κ. 510. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />peuplier noir, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *αἴγερjος, du th. αἰγ- avec idée d’« agitation », cf. αἶγες « les vagues ». | |||
}} | }} |