αἱματίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰτίζω''': κηλιδῶ διὰ τοῦ αἵματος, ἀόρ. αἱματίσαι [[πέδον]] γῆς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 662. ΙΙ. [[ἐξάγω]] [[αἷμα]], κεντῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 7, 6.
|lstext='''αἱμᾰτίζω''': κηλιδῶ διὰ τοῦ αἵματος, ἀόρ. αἱματίσαι [[πέδον]] γῆς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 662. ΙΙ. [[ἐξάγω]] [[αἷμα]], κεντῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 7, 6.
}}
{{bailly
|btext=ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]].
}}
}}