3,243,582
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκανθοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν διὰ μέσου ἀκανθῶν, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322· πρβλ. [[ἄκανθα]], Ι. 4: - θηλ.: ἀκανθοβάτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 198. | |lstext='''ἀκανθοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν διὰ μέσου ἀκανθῶν, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322· πρβλ. [[ἄκανθα]], Ι. 4: - θηλ.: ἀκανθοβάτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 198. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui marche sur des épines ; <i>fig. c.</i> [[ἀκανθολόγος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |