3,277,020
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμόρροος''': -ον, συνῃρ. -ρους, -ουν, ἐξ οὗ ῥέει [[αἷμα]], τρώματα, Ἱππ. Ἄρθρ. 831· αἱμ. φλέβες = φλέβες τόσον μεγάλαι, [[ὥστε]] νὰ ὑπόκεινται εἰς αἱμορραγίαν τραυματιζόμεναι, ὁ αὐτ. Ἀγμ. 759, [[ἔνθα]] ἴδε Γαληνόν· ὁ ὑποφέρων ἐξ αἱμορραγίας, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ὄφις]] τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐνεργεῖ, [[ὥστε]] τὸ [[αἷμα]] νὰ ῥέῃ ἐκ πάντων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, Διοσκ. ἰοβόλ. 30. Νικ. Θ. 282· πρβλ. [[αἱμορροΐς]], ΙΙΙ. | |lstext='''αἱμόρροος''': -ον, συνῃρ. -ρους, -ουν, ἐξ οὗ ῥέει [[αἷμα]], τρώματα, Ἱππ. Ἄρθρ. 831· αἱμ. φλέβες = φλέβες τόσον μεγάλαι, [[ὥστε]] νὰ ὑπόκεινται εἰς αἱμορραγίαν τραυματιζόμεναι, ὁ αὐτ. Ἀγμ. 759, [[ἔνθα]] ἴδε Γαληνόν· ὁ ὑποφέρων ἐξ αἱμορραγίας, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ὄφις]] τοῦ ὁποίου τὸ [[δῆγμα]] ἐνεργεῖ, [[ὥστε]] τὸ [[αἷμα]] νὰ ῥέῃ ἐκ πάντων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, Διοσκ. ἰοβόλ. 30. Νικ. Θ. 282· πρβλ. [[αἱμορροΐς]], ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br /><i>att.</i> [[αἱμόρρους]], -ους, -ουν;<br />qui cause un flux de sang ; ὁ [[αἱμόρρους]] serpent d’Afrique dont la morsure cause des hémorragies.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |