3,273,446
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαχμένος''': -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), [[ὀξύς]], ὀξεῖαν ἔχων [[ἀκμήν]], ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· [[φάσγανον]], Χ. 80. | |lstext='''ἀκαχμένος''': -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), [[ὀξύς]], ὀξεῖαν ἔχων [[ἀκμήν]], ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· [[φάσγανον]], Χ. 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu. | |||
}} | }} |