Anonymous

ἀκαχμένος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαχμένος''': -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), [[ὀξύς]], ὀξεῖαν ἔχων [[ἀκμήν]], ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· [[φάσγανον]], Χ. 80.
|lstext='''ἀκαχμένος''': -η, -ον, Ὁμηρ. μετοχ. (ὡς ἐκ ῥήματος * ἄκω, ἴδε ἐν λ. ἀκὴ Ι), [[ὀξύς]], ὀξεῖαν ἔχων [[ἀκμήν]], ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, Ἰλ. Ο. 482, Ὀδ. Α. 99, καὶ ἀλλ., πέλεκυν ... [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀκ., Ὀδ. Ε. 235· [[φάσγανον]], Χ. 80.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />aiguisé.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀκαγμένος, avec redoublement att. de la R. Ἀκ, être aigu.
}}
}}