3,243,923
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκοσμος''': -ον, [[ἄνευ]] τάξεως, ἄτακτος, [[φυγή]], Αἰσχυλ. Πέρσ. 470· ἄκ. καὶ ταραχώδης [[ναυμαχία]], Πλουτ. Μάρ. 10: - παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας = ἄτακτος, [[ἀνυπότακτος]], [[ἀπρεπής]]· ἐπὶ τῶν λόγων τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 213. - Ἐπιρρ. -μως, Ἡροδ. 7. 220, Αἰσχυλ., κτλ. ΙΙ. [[κόσμος]] [[ἄκοσμος]], [[κόσμος]] [[ὅστις]] δὲν [[εἶναι]] [[κόσμος]], Ἀνθ. Π. 7 .561· ἀλλ’ ἐν 9. 323 κεῖται ἐπὶ ἀκαταλλήλου κοσμήματος. | |lstext='''ἄκοσμος''': -ον, [[ἄνευ]] τάξεως, ἄτακτος, [[φυγή]], Αἰσχυλ. Πέρσ. 470· ἄκ. καὶ ταραχώδης [[ναυμαχία]], Πλουτ. Μάρ. 10: - παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας = ἄτακτος, [[ἀνυπότακτος]], [[ἀπρεπής]]· ἐπὶ τῶν λόγων τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 213. - Ἐπιρρ. -μως, Ἡροδ. 7. 220, Αἰσχυλ., κτλ. ΙΙ. [[κόσμος]] [[ἄκοσμος]], [[κόσμος]] [[ὅστις]] δὲν [[εἶναι]] [[κόσμος]], Ἀνθ. Π. 7 .561· ἀλλ’ ἐν 9. 323 κεῖται ἐπὶ ἀκαταλλήλου κοσμήματος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> désordonné, confus;<br /><b>2</b> déréglé, inconvenant;<br /><b>3</b> qui trouble l’ordre, rebelle.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κόσμος]]. | |||
}} | }} |