αἰνίσσομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰνίσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι: μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. ᾐνιξάμην: ‒ ἀποθ. ἀλλὰ καὶ ὡς παθητ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ: ([[αἶνος]]). Ὁμιλῶ σκοτεινῶς, [[ἤτοι]] αἰνιγματωδῶς, Πινδ. Π. 8. 56· μῶν ᾐνιξάμην; Σοφ. Αἴ. 1158· λόγοισι κρυπτοῖσι αἰν., Εὐρ. Ἴων 430· γνωρίμως αἰνίξομαι, = [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐννοήσωσιν οἱ ἀκούοντες, ὁ αὐτ. Ἠλ. 946· αἰνίσσεσθαι ἔπεα = [[λέγω]] στίχους αἰνιγματώδεις, Ἡρόδ. 5. 56: ‒ μετ᾿ αἰτ. πράγμ. = ὑπαινίσσομαί τι, ὑπονοῶ, προϋποδεικνύω τι [[ὅπερ]] [[μέλλω]] νὰ ἐκθέσω, Πλάτ. Ἀπολ. 21Β. Θεαίτ. 182C. κτλ: ‒ [[ὡσαύτως]] αἰν. εἰς... = ἀναφέρομαι ὡς δι᾿ αἰνίγματος εἴς τινα ἢ εἴς τι· ὑπονοῶ τινα ἤ τι, εἰς Κλέωνα τοῦτ᾿ αἰνίττεται, Ἀριστοφ. Εἰρ. 47· τὴν Κυλλήνην... εἰς τὴν χεῖρ᾿ ὀρθῶς ᾐνίξατο τὴν Διοπείθους, μετεχειρίσθη τὴν αἰνιγματ. λέξιν [[Κυλλήνη]] ἀναφερόμενος εἰς τὴν χεῖρα..., ὁ αὐτ. Ἱπ. 1085· [[οὕτως]]: ᾐνίξαθ᾿ ὁ [[Βάκις]] τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 970: ‒ αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ, Αἰσχίν. 42. 19: - αἰν. ὡς..., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: ‒ αἰν. τὸν ὠκεανόν = [[σχηματίζω]] εἰκασίαν περὶ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 9. 5. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς παθ. [[ὅταν]] γίνηται [[λόγος]] [[μυστηριώδης]] καὶ [[αἰνιγματώδης]] [[περί]] τινος· ἀλλ᾿ [[ἴσως]] [[δόκιμος]] εἶνε μόνον ὁ ἀόρ. ᾐνίχθην, Πλάτ. Γοργ. 495Β, ὁ πρκμ. ᾔνιγμαι, Θέογν. 681, Ἀριστοφ. Ἱπ. 196, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12.
|lstext='''αἰνίσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι: μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. ᾐνιξάμην: ‒ ἀποθ. ἀλλὰ καὶ ὡς παθητ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ: ([[αἶνος]]). Ὁμιλῶ σκοτεινῶς, [[ἤτοι]] αἰνιγματωδῶς, Πινδ. Π. 8. 56· μῶν ᾐνιξάμην; Σοφ. Αἴ. 1158· λόγοισι κρυπτοῖσι αἰν., Εὐρ. Ἴων 430· γνωρίμως αἰνίξομαι, = [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐννοήσωσιν οἱ ἀκούοντες, ὁ αὐτ. Ἠλ. 946· αἰνίσσεσθαι ἔπεα = [[λέγω]] στίχους αἰνιγματώδεις, Ἡρόδ. 5. 56: ‒ μετ᾿ αἰτ. πράγμ. = ὑπαινίσσομαί τι, ὑπονοῶ, προϋποδεικνύω τι [[ὅπερ]] [[μέλλω]] νὰ ἐκθέσω, Πλάτ. Ἀπολ. 21Β. Θεαίτ. 182C. κτλ: ‒ [[ὡσαύτως]] αἰν. εἰς... = ἀναφέρομαι ὡς δι᾿ αἰνίγματος εἴς τινα ἢ εἴς τι· ὑπονοῶ τινα ἤ τι, εἰς Κλέωνα τοῦτ᾿ αἰνίττεται, Ἀριστοφ. Εἰρ. 47· τὴν Κυλλήνην... εἰς τὴν χεῖρ᾿ ὀρθῶς ᾐνίξατο τὴν Διοπείθους, μετεχειρίσθη τὴν αἰνιγματ. λέξιν [[Κυλλήνη]] ἀναφερόμενος εἰς τὴν χεῖρα..., ὁ αὐτ. Ἱπ. 1085· [[οὕτως]]: ᾐνίξαθ᾿ ὁ [[Βάκις]] τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 970: ‒ αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ, Αἰσχίν. 42. 19: - αἰν. ὡς..., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: ‒ αἰν. τὸν ὠκεανόν = [[σχηματίζω]] εἰκασίαν περὶ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 9. 5. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς παθ. [[ὅταν]] γίνηται [[λόγος]] [[μυστηριώδης]] καὶ [[αἰνιγματώδης]] [[περί]] τινος· ἀλλ᾿ [[ἴσως]] [[δόκιμος]] εἶνε μόνον ὁ ἀόρ. ᾐνίχθην, Πλάτ. Γοργ. 495Β, ὁ πρκμ. ᾔνιγμαι, Θέογν. 681, Ἀριστοφ. Ἱπ. 196, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> αἰνίξομαι, <i>ao.</i> [[ᾐνιξάμην]] <i>et au sens Pass.</i> [[ᾐνίχθην]], <i>pf.</i> [[ᾔνιγμαι]];<br /><b>1</b> <i>Moy.</i> dire à mots couverts, laisser entendre, faire allusion à, acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être indiqué à mots couverts.<br />'''Étymologie:''' [[αἶνος]].
}}
}}