αἰνίσσομαι

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνίσσομαι Medium diacritics: αἰνίσσομαι Low diacritics: αινίσσομαι Capitals: ΑΙΝΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: ainíssomai Transliteration B: ainissomai Transliteration C: ainissomai Beta Code: ai)ni/ssomai

English (LSJ)

Att. αἰνίττομαι: fut. αἰνίξομαι: aor. ᾐνιξάμην: (αἶνος):—
A speak darkly or speak in riddles, μῶνᾐνιξάμην; S.Aj.1158; λόγοισι κρυπτοῖσιν αἰ. E.Ion430; γνωρίμως αἰνίξομαι so as to be understood, Id.El.946: c. acc. cogn., λόγον… αἰνίξατο Pi.P.8.40; αἰνίσσεσθαι ἔπεα to speak riddling verses, Hdt.5.56: c. acc. rei, hint a thing, intimate, shadow forth, Pl.Ap.21b, Tht.152c; τὸ δίκαιον ὃ εἴη R.332b; ὅτιPhd.69c; αἰ. εἰς… to refer as in a riddle to, to hint at, εἰς Κλέωνα τοῦτ' αἰνίττεται Ar.Pax47; τὴν Κυλλήνην… εἰς τὴν χεῖρ' ὀρθῶς ᾐνίξατο used the riddling word Cyllene (cf. κυλλός)... Id.Eq.1085; so ᾐνίξαθ' ὁ Βάκις τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα Id.Av.970; αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ Aeschin.2.108; αἰ. ὡς… Ps.-Plu. Vit.Hom.4:—αἰ. τὸν ὠκεανόν form guesses about it, Arist.Mete.347a6.
II Act. in late Prose, Philostr.V A6.11.
III Pass., to be spoken darkly, aor. ᾐνίχθην Pl.Grg. 495b: pf. ᾔνιγμαι Thgn.681, Ar.Eq.196, Arist.Rh. 1405b4.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. αἰνίττομαι
• Morfología: [act. Philostr.VA 6.11]
1 c. ac. int. decir mediante enigmas o en lenguaje simbólico λόγον ... τὸν ... Pi.P.8.40, ἔπεα Hdt.5.56, τόδ' ὡς ὕποπτον E.HF 1120, τὸ δίκαιον ὃ εἴη Pl.R.332b, cf. Tht.194c, 152c, τὴν ἀλήθειαν Plb.34.11.20, τί ποτε (ὁ θεὸς) αἰνίττεται; Pl.Ap.21b, cf. Phld.Piet.300, τὰ πάντα αἰνίξασθαι ἠθέλησεν quería hacer entender todo por medio de enigmas Zos.Alch.241.26, cf. tb. ταῦτα μοι ᾐνίχθω κεκρυμμένα τοῖς ἀγαθοῖσιν estos ocultos enigmas los dirijo a los hombres de bien Thgn.681
c. or. explicativa αἰ. ὅτι ... Pl.Phd.69c, ὡς ... Arist.Fr.76.
2 c. giro prep. εἰς y ac. aludir veladamente a, hacer referencia ἐς Κλέωνα τοῦτ' αἰνίσσεται Ar.Pax 47, εἰς ἐμέ Aeschin.2.108, ἐς τὸν Φλάκκον D.C.104.5, cf. tb. αἰνιττόμενος πρὸς τὰς διαβολάς aludiendo a las acusaciones D.C.79.1.4
c. dos ac. o ac. y constr. preposicional aludir simbólicamente, decir en juegos de palabras una cosa por otra τὴν Κυλλήνην ... ἐς τὴν χεῖρ' ὀρθῶς ᾐνίξατο al decir Cilena se estaba refiriendo simbólicamente a la mano (de Diopites), Ar.Eq.1085, ᾐνίξαθ' ὁ Βάκις τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα Bacis dijo simbólicamente eso en lugar del aire Ar.Au.970, αἰνιττόμενος ... τὴν ... Πελοπόννησον τὸν βοῦν aludiendo con la palabra ‘buey’ al Peloponeso Plb.7.12.3, διὰ τῆς μάχης τὴν κακίαν ᾐνίξατο Euagr.Pont.Schol.Pr.302.1, ὥστ' εἴπερ ᾔνιττον τὸν ὠκεανὸν οἱ πρότερον, τάχ' ἂν τοῦτον τὸν ποταμὸν λέγοιεν de manera que si los antiguos al decir océano hablaban simbólicamente, probablemente se referían a este río Arist.Mete.347a6.
3 abs. hablar enigmáticamente, expresarse simbólicamente μῶν ᾐνιξάμην; S.Ai.1158, γνωρίμως αἰ. E.El.946, σοφῶς Ar.Eq.196, λόγοισιν ... κρυπτοῖσιν E.Io 430
hacer juegos de palabras ἐγώ φημί σε αἰνίττεσθαι Pl.Ap.27d
tb. act. σοφία Πυθαγόρου ... παρέδωκε ... τὸ αἰνίττειν Philostr.VA 6.11.

French (Bailly abrégé)

f. αἰνίξομαι, ao. ᾐνιξάμην et au sens Pass. ᾐνίχθην, pf. ᾔνιγμαι;
1 Moy. dire à mots couverts, laisser entendre, faire allusion à, acc.;
2 Pass. être indiqué à mots couverts.
Étymologie: αἶνος.

German (Pape)

(αἶνος), dep. med., in Rätseln, dunkel sprechen, ἔπεα Her. 5.56; τί, Plat. Ap. 21b und öfter, bes. von Dichtern, z.B. Σιμωνίδης ᾐνίξατο τὸ δίκαιον ὃ εἴη Rep. I.332b, deutete dunkel an; anspielen, πρός τι, Ar. Av. 970; εἴς τι, Eq. 1081; Aesch. 2.108. Pass. ταῦτ' ἐμοὶ ᾐνίχθω Theogn. 681; χρησμὸς ᾐνιγμένος Ar. Eq. 196; αἰνιχθέντα Plat. Gorg. 495b; τὰ εὖ ᾐνιγμένα Arist. rhet. 3; Plut. oft, z.B. τὶ πρός τι, etwas worauf deuten, Is. et Os. 42; vgl. Symp. 8.7.2.

Russian (Dvoretsky)

αἰνίσσομαι: атт. αἰνίττομαι говорить намеками, обиняками, выражаться туманно, намекать: μῶν ᾐνιξάμην; Soph. разве я неясно сказал?; αἰ. τάδε ἔπεα Her. изречь следующие загадочные слова; λόγοισι κρυπτοῖσι αἰ. πρός τινα Eur. обращаться к кому-л. с непонятными речами; γνωρίμως αἰ. Eur. прозрачно намекать; εἴς τινα αἰ. τι Arph. говорить что-л. с намеком на кого-л.; αἰ. τι πρός τι Arph., Plut. намекать чем-л. на что-л.; ὁ χρησμὸς σοφῶς ᾐνιγμένος Arph. прорицание, искусно облеченное в форму намека; τὰ αἰνιχθέντα Plat. то, что было сказано намеками; τὰ ᾐνιγμένα Arst. намеки; μεταφοραὶ αἰνίττονται Arst. метафоры служат намеками.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνίσσομαι: Ἀττ. -ττομαι: μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. ᾐνιξάμην: ‒ ἀποθ. ἀλλὰ καὶ ὡς παθητ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ: (αἶνος). Ὁμιλῶ σκοτεινῶς, ἤτοι αἰνιγματωδῶς, Πινδ. Π. 8. 56· μῶν ᾐνιξάμην; Σοφ. Αἴ. 1158· λόγοισι κρυπτοῖσι αἰν., Εὐρ. Ἴων 430· γνωρίμως αἰνίξομαι, = οὕτως ὥστε νὰ ἐννοήσωσιν οἱ ἀκούοντες, ὁ αὐτ. Ἠλ. 946· αἰνίσσεσθαι ἔπεα = λέγω στίχους αἰνιγματώδεις, Ἡρόδ. 5. 56: ‒ μετ᾿ αἰτ. πράγμ. = ὑπαινίσσομαί τι, ὑπονοῶ, προϋποδεικνύω τι ὅπερ μέλλω νὰ ἐκθέσω, Πλάτ. Ἀπολ. 21Β. Θεαίτ. 182C. κτλ: ‒ ὡσαύτως αἰν. εἰς... = ἀναφέρομαι ὡς δι᾿ αἰνίγματος εἴς τινα ἢ εἴς τι· ὑπονοῶ τινα ἤ τι, εἰς Κλέωνα τοῦτ᾿ αἰνίττεται, Ἀριστοφ. Εἰρ. 47· τὴν Κυλλήνην... εἰς τὴν χεῖρ᾿ ὀρθῶς ᾐνίξατο τὴν Διοπείθους, μετεχειρίσθη τὴν αἰνιγματ. λέξιν Κυλλήνη ἀναφερόμενος εἰς τὴν χεῖρα..., ὁ αὐτ. Ἱπ. 1085· οὕτως: ᾐνίξαθ᾿ ὁ Βάκις τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 970: ‒ αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ, Αἰσχίν. 42. 19: - αἰν. ὡς..., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: ‒ αἰν. τὸν ὠκεανόν = σχηματίζω εἰκασίαν περὶ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 9. 5. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ. ὅταν γίνηται λόγος μυστηριώδης καὶ αἰνιγματώδης περί τινος· ἀλλ᾿ ἴσως δόκιμος εἶνε μόνον ὁ ἀόρ. ᾐνίχθην, Πλάτ. Γοργ. 495Β, ὁ πρκμ. ᾔνιγμαι, Θέογν. 681, Ἀριστοφ. Ἱπ. 196, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12.

English (Slater)

αἰνίσσομαι
1 predict cf. Hesych., ἠινίξατο· ὑπεσήμανεν. λόγον τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο (Boeckh: ᾐνίξατο codd.) (P. 8.40)

Greek Monotonic

αἰνίσσομαι: Αττ. -ττομαι· μέλ. -ίξομαι, αόρ. αʹ ᾐνιξάμην·
I. Αποθ., αλλά και ως Παθ., βλ. κατωτ. II (αἶνοςμιλώ αινιγματικά, σε Σοφ., Ευρ.· γνωρίμως αἰνίξομαι, θα μιλήσω με αινιγματικό τρόπο αλλά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να γίνομαι αντιληπτός, κατανοητός σ' αυτούς που με ακούνε, σε Σοφ.· αἰνίσσεσθαι ἔπεα, προφέρω στίχους αινιγματικούς, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., υπαινίσσομαι κάτι, λέω κάτι υποδηλωτικά, με συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδεικνύω κάτι το οποίο πρόκειται να εκθέσω εκ των προτέρων, σε Πλάτ.
II. ως Παθ., είμαι απορροφημένος, αφοσιωμένος σε γρίφους, αινίγματα· μόνο σε αόρ. αʹ ᾐνίχθην, παρακ. ᾔνιγμαι, σε Θέογν., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

αἶνος
I. to speak in riddles, Soph., Eur.; γνωρίμως αἰνίξομαι I will speak in riddles but so as to be understood, Soph.; αἰνίσσεσθαι ἔπεα to speak riddling verses, Hdt.:—c. acc. rei, to hint a thing, intimate, shadow forth, Plat.
II. as Pass. to be wrapt up in riddles, only in aor1 ἠινίχθην, perf. ᾔνιγμαι, Theogn., Plat., etc.

Mantoulidis Etymological

(=μιλῶ σκοτεινά, αἰνιγματικά). Ἀπό τή λέξη αἶνος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: αἴνιγμα, αἰνιγματίας, αἰνιγματικῶς, αἰνιγματώδης (=σκοτεινός), αἰνιγμός, αἰνικτήρ (=πού μιλάει μέ ἀσάφεια), αἰνιγματιστής, αἰνικτός.