ἀμύητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμύητος''': -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, [[ἀνόσιος]], [[βέβηλος]], Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ [[ἀτέλεστος]] Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ [[λέξις]] ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ [[στεγανός]], ὡς [[πίθος]] τετρημένος [[ὅστις]] στάζει.
|lstext='''ἀμύητος''': -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, [[ἀνόσιος]], [[βέβηλος]], Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ [[ἀτέλεστος]] Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ [[λέξις]] ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ [[στεγανός]], ὡς [[πίθος]] τετρημένος [[ὅστις]] στάζει.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non initié aux mystères, profane.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μυέω]].
}}
}}