Anonymous

ἀμύητος: Difference between revisions

From LSJ
6_18
(13_3)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0130.png Seite 130]] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ [[ἀτέλεστος]] Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0130.png Seite 130]] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ [[ἀτέλεστος]] Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμύητος''': -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, [[ἀνόσιος]], [[βέβηλος]], Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ [[ἀτέλεστος]] Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ [[λέξις]] ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ [[στεγανός]], ὡς [[πίθος]] τετρημένος [[ὅστις]] στάζει.
}}
}}