ἀμυγμός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμυγμός''': ὁ, ([[ἀμύσσω]]) [[ἄμυγμα]], «τσουγγράνισμα», [[σπαραγμός]]· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.
|lstext='''ἀμυγμός''': ὁ, ([[ἀμύσσω]]) [[ἄμυγμα]], «τσουγγράνισμα», [[σπαραγμός]]· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἄμυγμα]].
}}
}}