3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβάλλω''': (ἴδε βάλλω), [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]], χοῦν ἐξ ὀρύγματος Θουκ. 4. 90· ἀναβάλλ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον, ἀναβιβάζειν, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 4, κτλ.: ἀλλ’ ἐπὶ ἵππου, ἀναβάλλειν τὸν ἀναβάτην, ῥίπτειν, ἐκτινάσσειν τὸν ἀναβ. αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 7. 2) ἀναβάλλ. τὰ ὄμματα, [[ῥίπτω]] ἄνω τὰ βλέμματά μου [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ φαίνηται τὸ λευκὸν τοῦ βολβοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 1: [[ἐντεῦθεν]], τὰ λευκὰ Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4. 9, Κτησ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β. 60. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]], ὡς καὶ νῦν, [[μηκέτι]] νῦν ἀνάβαλλε... [[ἄεθλον]] Ὀδ. Τ. 584 (τὸ μόνον [[χωρίον]], [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ.)· [[ἀναβάλλω]] τινά, δηλ. [[παρεμποδίζω]] διὰ προφάσεων, ἐξ ὧν ἀναβάλλουσι μὲν ἡμᾶς Δημ. 102. 27· ἀν. τὰ πράγματα ὁ αὐτ. 44. 5: - Παθ., ἀνεβλήθη ἡ [[ἐκκλησία]] Θουκ. 5. 45· [[ὥστε]]... οἴεσθαι... εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας, ὅτι θὰ ἀναβληθῶσιν αἱ τιμωρίαι διὰ τὰ τέκνα των, Ἰσοκρ. 226C: πρβλ. κατωτ. Β. ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ μέσ. Β. ΙΙΙ. ἐνδύομαι, περιβάλλομαι, φορῶ, ἀν. τὸ Κρητικὸν ([[ὅπερ]] ἦτο βραχὺ [[ἐπανωφόριον]]) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36. IV. [[διακινδυνεύω]] (πιθ. μεταφρ. ἐκ τῶν κύβων), ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ Αἰσχύλ. Θ. 1028· ἴδε κατωτ. Β. IV., καὶ πρβλ. [[ἀναρρίπτω]]. Β. πολλῷ συχνότερον κατὰ μέσ. ἀνακρούομαι, ἔναρξιν ποιοῦμαι τοῦ ἄδειν πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, (πρβλ. ἀναβολὴ ΙΙ.), ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, «ἀνεκρούετο ὡς ἀσόμενος, [[ἤτοι]] ἐπροοιμιάζετο» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 155, Θ. 266, Θεόκρ. 6. 20· καὶ ἀπολ., ἀναβάλεο Πινδ. Ν. 7. 114· ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1269· [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., ἀνεβάλλετο μολπὴν Χριστοδ. Ἔκφρ. 130· εὐχὴν ἀν. τῷ Ἔρωτι Φιλόστρ. 806: ― Παθ. [[[μέλος]]] ἀναβεβλημένον, ἀργὸν [[μέλος]], ἀντίθετον τῷ ἐπίτροχον, Ἡλιόδ. 2. 8· [[ὅθεν]] ἐπίρρ. -μένως μετ’ ἀναβολῆς, βραδέως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 54. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]] ἢ [[ἐπιβραδύνω]] τι, εἰς ὃ ἐνδιαφέρομαι (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.) μηδ’ ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα [[ἔργον]] Ἰλ. Β. 436. πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 408, Πινδ. Ο. 1. 129, Ν. 9. 69, Ἡρόδ. 3. 85· τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ’ ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1139· [[εἰσαῦθις]] ἀναβεβλήμεθα ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 983· εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν], νὰ ἀναβάλωμεν [[μέχρι]] τῆς [[αὔριον]], Δημ. 541. 26· ― μετ’ ἀπαρ. μέλλοντος, ἀν. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Ἡρόδ. 6. 86, 2· ἀν. εἰς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι ὁ αὐτ. 5. 49· ἀν. ποιήσειν τὰ δέοντα Δημ. 31. 1· μετ’ ἀπαρεμ. ἀορ., ἀν. ὑποκρίνασθαι Ἡρόδ. 9. 8· μὴ οὐ μηχανήσασθαι ὁ αὐτ. 6. 88 2) [[ἐπιρρίπτω]] τι ἐπί τινα, ἀποδίδω τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐπὶ σὲ τὸ πᾶν ἀνεβαλόμεθα Λουκ. Ἁλ. 15. ΙΙΙ. [[ῥίπτω]] τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ ἐπανωφόριόν μου [[ἐπάνω]] μου ἢ [[ὀπίσω]] μου, [[ῥίπτω]] αὐτὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὤμους, [[ὥστε]] νὰ κρέμαται κατὰ πτυχάς, ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ἀριστοφ. Σφ. 1132· οὕτω καὶ μόνον ἀναβάλλομαι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 97· ἀν. ἐπιδέξια Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· [[εἴσω]] τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον, μὲ τὸ [[ἐπανωφόριον]] ἐρριμμένον [[ἐπάνω]] ἢ [[ὀπίσω]], Δημ. 420. 10· ἀναβεβλημένος ἄνω τοῦ γόνατος καθίζειν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φαίνωνται τὰ γυμνὰ αὑτοῦ, Θεοφρ. Χαρ. 4: ― περὶ τῶν διαφόρων τρόπων καθ’ οὓς ἐφόρουν οἱ παλαιοὶ τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν, πρβλ. Ἑΐνδ. καὶ Σταλλβ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. [[προσέτι]] ἀνωτ. Α. ΙΙΙ, ἀναβολὴ Ι. 2. IV. = ἐνεργ. ΙΙΙ. ἀναβάλλεσθαι μάχην, [[διακινδυνεύω]] μάχην, ἀμφίβ. ἐν Ἡροδ. 5. 49 ἀντὶ ἀναλαβέσθαι, ἴδε Schweigh. | |lstext='''ἀναβάλλω''': (ἴδε βάλλω), [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]], χοῦν ἐξ ὀρύγματος Θουκ. 4. 90· ἀναβάλλ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον, ἀναβιβάζειν, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 4, κτλ.: ἀλλ’ ἐπὶ ἵππου, ἀναβάλλειν τὸν ἀναβάτην, ῥίπτειν, ἐκτινάσσειν τὸν ἀναβ. αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 7. 2) ἀναβάλλ. τὰ ὄμματα, [[ῥίπτω]] ἄνω τὰ βλέμματά μου [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ φαίνηται τὸ λευκὸν τοῦ βολβοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 1: [[ἐντεῦθεν]], τὰ λευκὰ Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4. 9, Κτησ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β. 60. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]], ὡς καὶ νῦν, [[μηκέτι]] νῦν ἀνάβαλλε... [[ἄεθλον]] Ὀδ. Τ. 584 (τὸ μόνον [[χωρίον]], [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ.)· [[ἀναβάλλω]] τινά, δηλ. [[παρεμποδίζω]] διὰ προφάσεων, ἐξ ὧν ἀναβάλλουσι μὲν ἡμᾶς Δημ. 102. 27· ἀν. τὰ πράγματα ὁ αὐτ. 44. 5: - Παθ., ἀνεβλήθη ἡ [[ἐκκλησία]] Θουκ. 5. 45· [[ὥστε]]... οἴεσθαι... εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας, ὅτι θὰ ἀναβληθῶσιν αἱ τιμωρίαι διὰ τὰ τέκνα των, Ἰσοκρ. 226C: πρβλ. κατωτ. Β. ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ μέσ. Β. ΙΙΙ. ἐνδύομαι, περιβάλλομαι, φορῶ, ἀν. τὸ Κρητικὸν ([[ὅπερ]] ἦτο βραχὺ [[ἐπανωφόριον]]) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36. IV. [[διακινδυνεύω]] (πιθ. μεταφρ. ἐκ τῶν κύβων), ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ Αἰσχύλ. Θ. 1028· ἴδε κατωτ. Β. IV., καὶ πρβλ. [[ἀναρρίπτω]]. Β. πολλῷ συχνότερον κατὰ μέσ. ἀνακρούομαι, ἔναρξιν ποιοῦμαι τοῦ ἄδειν πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, (πρβλ. ἀναβολὴ ΙΙ.), ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, «ἀνεκρούετο ὡς ἀσόμενος, [[ἤτοι]] ἐπροοιμιάζετο» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 155, Θ. 266, Θεόκρ. 6. 20· καὶ ἀπολ., ἀναβάλεο Πινδ. Ν. 7. 114· ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1269· [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., ἀνεβάλλετο μολπὴν Χριστοδ. Ἔκφρ. 130· εὐχὴν ἀν. τῷ Ἔρωτι Φιλόστρ. 806: ― Παθ. [[[μέλος]]] ἀναβεβλημένον, ἀργὸν [[μέλος]], ἀντίθετον τῷ ἐπίτροχον, Ἡλιόδ. 2. 8· [[ὅθεν]] ἐπίρρ. -μένως μετ’ ἀναβολῆς, βραδέως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 54. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]] ἢ [[ἐπιβραδύνω]] τι, εἰς ὃ ἐνδιαφέρομαι (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.) μηδ’ ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα [[ἔργον]] Ἰλ. Β. 436. πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 408, Πινδ. Ο. 1. 129, Ν. 9. 69, Ἡρόδ. 3. 85· τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ’ ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1139· [[εἰσαῦθις]] ἀναβεβλήμεθα ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 983· εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν], νὰ ἀναβάλωμεν [[μέχρι]] τῆς [[αὔριον]], Δημ. 541. 26· ― μετ’ ἀπαρ. μέλλοντος, ἀν. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Ἡρόδ. 6. 86, 2· ἀν. εἰς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι ὁ αὐτ. 5. 49· ἀν. ποιήσειν τὰ δέοντα Δημ. 31. 1· μετ’ ἀπαρεμ. ἀορ., ἀν. ὑποκρίνασθαι Ἡρόδ. 9. 8· μὴ οὐ μηχανήσασθαι ὁ αὐτ. 6. 88 2) [[ἐπιρρίπτω]] τι ἐπί τινα, ἀποδίδω τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐπὶ σὲ τὸ πᾶν ἀνεβαλόμεθα Λουκ. Ἁλ. 15. ΙΙΙ. [[ῥίπτω]] τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ ἐπανωφόριόν μου [[ἐπάνω]] μου ἢ [[ὀπίσω]] μου, [[ῥίπτω]] αὐτὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὤμους, [[ὥστε]] νὰ κρέμαται κατὰ πτυχάς, ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ἀριστοφ. Σφ. 1132· οὕτω καὶ μόνον ἀναβάλλομαι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 97· ἀν. ἐπιδέξια Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· [[εἴσω]] τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον, μὲ τὸ [[ἐπανωφόριον]] ἐρριμμένον [[ἐπάνω]] ἢ [[ὀπίσω]], Δημ. 420. 10· ἀναβεβλημένος ἄνω τοῦ γόνατος καθίζειν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φαίνωνται τὰ γυμνὰ αὑτοῦ, Θεοφρ. Χαρ. 4: ― περὶ τῶν διαφόρων τρόπων καθ’ οὓς ἐφόρουν οἱ παλαιοὶ τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν, πρβλ. Ἑΐνδ. καὶ Σταλλβ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. [[προσέτι]] ἀνωτ. Α. ΙΙΙ, ἀναβολὴ Ι. 2. IV. = ἐνεργ. ΙΙΙ. ἀναβάλλεσθαι μάχην, [[διακινδυνεύω]] μάχην, ἀμφίβ. ἐν Ἡροδ. 5. 49 ἀντὶ ἀναλαβέσθαι, ἴδε Schweigh. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναβαλῶ, <i>ao.2</i> ἀνέβαλον, <i>pf.</i> ἀναβέβληκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀνεβλήθην, <i>pf.</i> ἀναβέβλημαι;<br /><b>1</b> lancer de bas en haut : γῆν XÉN, [[χοῦν]] THC rejeter la terre (d’un fossé, d’un terrassement) ; ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον XÉN enlever qqn pour le poser à cheval;<br /><b>2</b> lancer en arrière ; reculer, différer, remettre : [[ἄεθλον]] OD différer un combat;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναβάλλομαι (<i>f.</i> ἀναβαλοῦμαι);<br /><b>1</b> relever sur soi, acc.;<br /><b>2</b> se lancer dans, s’engager dans : μάχας [[πρός]] τινα HDT se lancer dans une lutte contre qqn ; ἀναβάλλεσθαι ἀείδειν OD commencer à chanter, préluder;<br /><b>3</b> différer, remettre, acc.;<br /><b>4</b> tirer en longueur, prolonger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |