μύσταξ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύσταξ''': -ᾰκος, ὁ, Δωρ. καὶ Λακων. ἀντὶ [[μάσταξ]] ΙΙΙ, καὶ ἀείποτε ἀρσ., ἐν ᾧ τὸ [[μάσταξ]] [[εἶναι]] θηλ.: - τὸ ἄνω [[χεῖλος]], αἱ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τρίχες, τὸ «μουστάκι», Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Θεόκρ. 14. 4· ἐν Σπάρτῃ οἱ ἔφοροι εἰς τὴν ἀρχὴν εἰσιόντες, προεκήρυττον εἰς τοὺς πολίτας: κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν (ἢ πείθεσθαι) τοῖς νόμοις, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 496, Πλούτ. 2. 550Β· ἴδε Müller Dor. 3. 7. § 7. - Πρβλ. [[βύσταξ]].
|lstext='''μύσταξ''': -ᾰκος, ὁ, Δωρ. καὶ Λακων. ἀντὶ [[μάσταξ]] ΙΙΙ, καὶ ἀείποτε ἀρσ., ἐν ᾧ τὸ [[μάσταξ]] [[εἶναι]] θηλ.: - τὸ ἄνω [[χεῖλος]], αἱ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τρίχες, τὸ «μουστάκι», Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Θεόκρ. 14. 4· ἐν Σπάρτῃ οἱ ἔφοροι εἰς τὴν ἀρχὴν εἰσιόντες, προεκήρυττον εἰς τοὺς πολίτας: κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν (ἢ πείθεσθαι) τοῖς νόμοις, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 496, Πλούτ. 2. 550Β· ἴδε Müller Dor. 3. 7. § 7. - Πρβλ. [[βύσταξ]].
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />lèvre supérieure ; moustache.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. [[μάσταξ]] ?
}}
}}