3,276,932
edits
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ) :<br />lèvre supérieure ; moustache.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. [[μάσταξ]] ? | |btext=ακος (ὁ) :<br />lèvre supérieure ; moustache.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. [[μάσταξ]] ? | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μύσταξ]] και, σπαν. [[βύσταξ]], -ακος)<br /><b>1.</b> [[μουστάκι]], το πυκνό [[τρίχωμα]] στο άνω [[χείλος]] τών [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> αραιές [[τρίχες]], νημάτια που φυτρώνουν στο [[πάνω]] [[χείλος]] ζώων, όπως της γάτας, της [[τίγρης]], ή ψαριών, όπως της τρίγλης, του μπαρμπουνιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μύσταξ]], σχηματισμένη [[κατά]] το [[μάσταξ]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mu</i>- «[[μουρμουρίζω]], [[μίμηση]] του ήχου που παράγεται με σφιγμένα τα χείλια» και συνδέεται με τη τ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]». Ο σπανιότερος τ. [[βύσταξ]] αποτελεί πιθ. παρεφθαρμένο τ. του [[μύσταξ]]. | |||
}} | }} |