Anonymous

μύσταξ: Difference between revisions

From LSJ
1,023 bytes added ,  29 September 2017
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />lèvre supérieure ; moustache.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. [[μάσταξ]] ?
|btext=ακος (ὁ) :<br />lèvre supérieure ; moustache.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. [[μάσταξ]] ?
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μύσταξ]] και, σπαν. [[βύσταξ]], -ακος)<br /><b>1.</b> [[μουστάκι]], το πυκνό [[τρίχωμα]] στο άνω [[χείλος]] τών [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> αραιές [[τρίχες]], νημάτια που φυτρώνουν στο [[πάνω]] [[χείλος]] ζώων, όπως της γάτας, της [[τίγρης]], ή ψαριών, όπως της τρίγλης, του μπαρμπουνιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μύσταξ]], σχηματισμένη [[κατά]] το [[μάσταξ]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mu</i>- «[[μουρμουρίζω]], [[μίμηση]] του ήχου που παράγεται με σφιγμένα τα χείλια» και συνδέεται με τη τ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]». Ο σπανιότερος τ. [[βύσταξ]] αποτελεί πιθ. παρεφθαρμένο τ. του [[μύσταξ]].
}}
}}