3,270,341
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακηκίω''': ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, [[ἐκρέω]], ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν [[αἷμα]], «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, [[καχλάζω]], πάλλομαι [[μετὰ]] σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, [[κάμνω]] τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. [[κηκίω]]]. | |lstext='''ἀνακηκίω''': ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, [[ἐκρέω]], ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν [[αἷμα]], «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, [[καχλάζω]], πάλλομαι [[μετὰ]] σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, [[κάμνω]] τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. [[κηκίω]]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />jaillir, suinter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κηκίω]]. | |||
}} | }} |