Anonymous

ἀνακηκίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακηκίω''': ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, [[ἐκρέω]], ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν [[αἷμα]], «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, [[καχλάζω]], πάλλομαι [[μετὰ]] σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, [[κάμνω]] τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. [[κηκίω]]].
|lstext='''ἀνακηκίω''': ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, [[ἐκρέω]], ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν [[αἷμα]], «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, [[καχλάζω]], πάλλομαι [[μετὰ]] σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, [[κάμνω]] τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. [[κηκίω]]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />jaillir, suinter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κηκίω]].
}}
}}