ἀναγώνιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνᾰγώνιστος''': -ον, [[ἄνευ]] ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ [[μηδέποτε]] ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ [[μηδόλως]] ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C.
|lstext='''ἀνᾰγώνιστος''': -ον, [[ἄνευ]] ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ [[μηδέποτε]] ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ [[μηδόλως]] ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’engage pas de lutte;<br /><b>2</b> qui n’a jamais disputé le prix;<br /><b>3</b> sans conflit LSJ.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}