3,277,301
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρᾰκάς''': ἐπίρρ. ([[ἀνήρ]]), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀνδρᾰκάς''': ἐπίρρ. ([[ἀνήρ]]), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>adv.</i><br />par homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |