ἀνδρακάς
English (LSJ)
(A), Adv. man by man, Od.13.14, Cratin.19, cf. Plu.2.151e; ἀνδρακάς καθήμενος apart, A. Ag.1595, cf. Hsch. (ἀνδρακάς perhaps cognate with Skt. -śás in dviśás 'two by two', etc.)
(B), -άδος, ἡ, a man's portion, Nic.Th. 643.
Spanish (DGE)
(ἀνδρᾰκάς)
adv.
1 uno por uno, por separado οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα ἀνδρακάς Od.13.14, cf. Cratin.19, Plu.2.151e, A.D.Adu.160.20.
2 aparte ἀ. καθήμενος A.A.1595.
-άδος, ἡ
lote, porción que toca a un hombre ἀπ' ἀνδρακάδα προταμὼν ἰσήρεα Nic.Th.643, cf. Hsch., v. ἀνδροκάς.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, ἰσήρης, gleicher Anteil jedes Mannes, Nic. Th. 642. Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.
French (Bailly abrégé)
1adv.
par homme.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰκάς: adv. каждый в отдельности Hom., Aesch.: ἅπαντες ἀ. Hom. ap. Plut. все поголовно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰκάς: ἐπίρρ. (ἀνήρ), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
man by man (viritim), Od. 13.14†. (v.l. ἄνδρα κάθ.)
Greek Monolingual
(I)
ἀνδρακάς επίρρ. (Α)
ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].
(II)
ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)
το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰκάς: επίρρ. (ἀνήρ), άνδρας με άνδρα = κατ' ἄνδρα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἀνήρ
man by man, = κατ' ἄνδρα, Od.