3,274,159
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμωμος''': -ον, [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ. | |lstext='''ἄμωμος''': -ον, [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />irréprochable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μῶμος]]. | |||
}} | }} |