Anonymous

ἄμωμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμωμος''': -ον, [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ.
|lstext='''ἄμωμος''': -ον, [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irréprochable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μῶμος]].
}}
}}