ἀνθοκόμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοκόμος''': -ον, ὁ, [[ἀνθοφόρος]], [[εὐανθής]], λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.
|lstext='''ἀνθοκόμος''': -ον, ὁ, [[ἀνθοφόρος]], [[εὐανθής]], λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de fleurs;<br /><b>2</b> aux couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[κόμη]].
}}
}}