ἄνατος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνᾱτος''': -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην, Λοξίου κότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1211· κακῶν [[ἄνατος]], ὁ μὴ βλαβεὶς ὑπὸ κακῶν, Σοφ. Ο. Κ. 786, [[ἔνθα]] τὸ Λαυρ. Χειρόγρ. ἔχει [[ἄναιτος]] [[μετὰ]] ἐξηγ. γλωσσ., «[[ἤγουν]] [[ἀναίτιος]]»· πρβλ. ἀνατί. ΙΙ. ἐνέργ., μὴ προξενῶν βλάβην, εἴη δ’ ἄνατον [[πρᾶγμα]] Αἰσχύ. Ἱκ. 356· ἴδοιτο δῆτ’ ἄνατον φυγὰν [[αὐτόθι]] 359, 410 - Ἐπίρρ. -άτως, ἀτιμωρητεί, CIGS. III, 333.
|lstext='''ἄνᾱτος''': -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην, Λοξίου κότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1211· κακῶν [[ἄνατος]], ὁ μὴ βλαβεὶς ὑπὸ κακῶν, Σοφ. Ο. Κ. 786, [[ἔνθα]] τὸ Λαυρ. Χειρόγρ. ἔχει [[ἄναιτος]] [[μετὰ]] ἐξηγ. γλωσσ., «[[ἤγουν]] [[ἀναίτιος]]»· πρβλ. ἀνατί. ΙΙ. ἐνέργ., μὴ προξενῶν βλάβην, εἴη δ’ ἄνατον [[πρᾶγμα]] Αἰσχύ. Ἱκ. 356· ἴδοιτο δῆτ’ ἄνατον φυγὰν [[αὐτόθι]] 359, 410 - Ἐπίρρ. -άτως, ἀτιμωρητεί, CIGS. III, 333.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non endommagé, non atteint par, sans atteinte de, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>2</b> qui ne nuit pas, innocent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄτη]].
}}
}}