ἄνατος

From LSJ

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνᾱτος Medium diacritics: ἄνατος Low diacritics: άνατος Capitals: ΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: ánatos Transliteration B: anatos Transliteration C: anatos Beta Code: a)/natos

English (LSJ)

ἄνατον, (ἄτη)
A unharmed, B.Fr.19(cj.); Αοξίου κότῳ A.Ag. 1211; κακῶν ἄνατος = harmed by no ills, S.OC786, where the Laur.Ms. ἄναιτος.
II Act., not harming, harmless, A.Supp.356,359, 410.
2 immune from punishment, Ἀρχ. Ἐφ. 1920.76 (Crete, vi/v B.C.). Adv. ἀνάτως = with impunity, IG9(1).333 (Locr.). (Contr. fr. ἀνάατος, q.v.)

Spanish (DGE)

(ἄνᾱτος) -ον
• Alolema(s): ἄναιτος ICr.4.87.11 (Gortina), Sud.
I 1no castigado, ileso, indemne νούσων B.Fr.23.2, κακῶν S.OC 786, Λοξίου κότῳ A.A.1211, cf. Hsch., Sud.
2 inmune, que no puede ser castigado αἱ δέ κ' ἀλεκσόμενος π[α] ίη ἄνατον ἦμεν τō ἀλεκσομένο ICr.1.10.2.4 (Eltinia VI/V a.C.), ἄναιτον ... τοῖς ἐσπράταις ICr.l.c.
3 inofensivo, que no causa desgracias πρᾶγμα A.Supp.356, φυγά A.Supp.359, cf. 410.
II adv. ἀνάτως = impunemente, IG 92.717.3 (Lócride V a.C.).
• Diccionario Micénico: a-na-to.

German (Pape)

[Seite 211] (ἄτη), 1) ohne Schaden, Λοξίου κότῳ, unverletzt durch Apollo's Zorn, Aesch. Ag. 1184; κακῶν ἄν., durch kein Unheil gefährdet. Soph. O. C. 790, wo aber die Mehrzahl der codd. ἄναιτος haben, Schol. erklärt ἀναίτιος. – 2) unschädlich, πρᾶγμα Aesch. Suppl. 351, vgl. 354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non endommagé, non atteint par, sans atteinte de, gén. ou dat.;
2 qui ne nuit pas, innocent.
Étymologie: , ἄτη.

Russian (Dvoretsky)

ἄνᾱτος:
1 не понесший ущерба или наказания, не пострадавший (τινι Aesch. и τινος Soph.);
2 безобидный, безвредный (πρᾶγμα Aesch.);
3 не обусловленный преступлением, т. е. незаслуженный (φυγή Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνᾱτος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην, Λοξίου κότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1211· κακῶν ἄνατος, ὁ μὴ βλαβεὶς ὑπὸ κακῶν, Σοφ. Ο. Κ. 786, ἔνθα τὸ Λαυρ. Χειρόγρ. ἔχει ἄναιτος μετὰ ἐξηγ. γλωσσ., «ἤγουν ἀναίτιος»· πρβλ. ἀνατί. ΙΙ. ἐνέργ., μὴ προξενῶν βλάβην, εἴη δ’ ἄνατον πρᾶγμα Αἰσχύ. Ἱκ. 356· ἴδοιτο δῆτ’ ἄνατον φυγὰν αὐτόθι 359, 410 - Ἐπίρρ. -άτως, ἀτιμωρητεί, CIGS. III, 333.

Greek Monolingual

ἄνατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά
2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άτη < αάω «βλάπτω».
ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί].

Greek Monotonic

ἄνᾱτος: -ον (ἄτη), ανέπαφος, ανέβλαβος, σε Αισχύλ.· με γεν., κακῶν ἄνατος, ανεπηρέαστος από οποιοδήποτε κακό, σε Σοφ.

Middle Liddell

[ἄτη]
unharmed, Aesch.; c. gen., κακῶν ἄνατος harmed by no ills, Soph.

English (Woodhouse)

harmless, unharmed, uninjured

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

unharmed

Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed