ἀνθολογέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθολογέω''': [[συλλέγω]] [[ἄνθη]], Πλούτ. 2. 917E· μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1278: - Μέσ., ἐπὶ μελισσῶν, [[συλλέγω]] [[μέλι]] ἐκ τῶν ἀνθέων, αἱ δὲ ἀνθρῆναι ζῶσι μὲν οὐκ ἀνθολογούμεναι [[ὥσπερ]] αἱ μέλισσαι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 1. - Παθ., ἀνθολογεῖται [ὁ [[κρόκος]]] [[ὅταν]] εὐχροήσῃ Γεωπ. 11. 26, 2.
|lstext='''ἀνθολογέω''': [[συλλέγω]] [[ἄνθη]], Πλούτ. 2. 917E· μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1278: - Μέσ., ἐπὶ μελισσῶν, [[συλλέγω]] [[μέλι]] ἐκ τῶν ἀνθέων, αἱ δὲ ἀνθρῆναι ζῶσι μὲν οὐκ ἀνθολογούμεναι [[ὥσπερ]] αἱ μέλισσαι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 1. - Παθ., ἀνθολογεῖται [ὁ [[κρόκος]]] [[ὅταν]] εὐχροήσῃ Γεωπ. 11. 26, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />cueillir des fleurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθολόγος]].
}}
}}