ἀνθολογέω
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
gather flowers, Plu.2.917f: c.acc., Hp.Ep.16,Porph. Abst.2.6:—Med., of bees, gather honey from flowers, Arist.HA628b32:—Pass., Gp.11.26.2.
Spanish (DGE)
1 tr. recoger flores Plu.2.917f, Luc.VH 2.14, Gp.11.26.2, c. ac. τὰς παρὰ λίμναις ἑλείους πεφυκυίας Hp.Ep.16, cf. Porph.Abst.2.6.
2 intr. v. med. de las abejas libar Arist.HA 628b32.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen sammeln, Luc. V. H. 2, 14; Plut.; übh. sammeln, Hippocr. – Med., Arist. H. A. 9, 42, für sich von den Blumen sammeln, von den Bienen.
French (Bailly abrégé)
ἀνθολογῶ :
cueillir des fleurs.
Étymologie: ἀνθολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθολογέω: συλλέγω ἄνθη, Πλούτ. 2. 917E· μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1278: - Μέσ., ἐπὶ μελισσῶν, συλλέγω μέλι ἐκ τῶν ἀνθέων, αἱ δὲ ἀνθρῆναι ζῶσι μὲν οὐκ ἀνθολογούμεναι ὥσπερ αἱ μέλισσαι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 1. - Παθ., ἀνθολογεῖται [ὁ κρόκος] ὅταν εὐχροήσῃ Γεωπ. 11. 26, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθολογέω:
1 собирать цветы Plut., Luc.;
2 med. собирать сок с цветов (ἀνθολογοῦνται αἱ μέλιτται Arst.).