ἀνόσιος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνόσιος''': -ον, σπανιώτερον α, ον, Εὐρ. Τρω. 1315 ([[οὕτως]] [[ἴσως]] παρ’ Αἰσχίν. 49. 17) καὶ μεταγεν.: - [[ἄναγνος]], [[ἀνίερος]], [[μιαρός]], Λατ. profanus, διαφέρει τοῦ [[ἄδικος]] [[ὅπως]] διαστέλλεται τὸ [[ὅσιος]] τοῦ [[δίκαιος]] (ἴδε [[ὅσιος]] Ι. 1), ἐπὶ προσωπ., Αἰσχύλ. Θ. 611, Σοφ. Ο. Τ. 353, κτλ.· ἀν. ὁ θεομισὴς Πλάτ. Εὐθύφρων 7Α· [[ἄδικος]] καὶ ἀν. ὁ αὐτ. Γοργ. 505Β. 2) ἐπὶ πραγμ., [[ἔργον]], [[μόρος]], [[στόμα]], γάμοι, κτλ.· Ἡρόδ. 2. 114, 3. 63, Σοφ. Ο. Κ. 981, κτλ.· αὐδῶν ἀνόσι’ οὐδὲ ῥητά μοι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1289· ἀνόσια πάσχεσιν Ἀντιφῶν 120. 6· [[μήτε]] ἀσεβές, [[μήτε]] ἀνόσιον Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22· οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀνόσιον ὁ αὐτ. Λακ. 8. 5· ἀνόσιον νέκυν, νεκρὸν εἰς ὃν δὲν ἀπεδόθησαν αἱ νενομισμέναι τιμαί, Σοφ. Ἀντ. 1071· ἀν. τι γίγνεται ἐμοῦ παρόντος, βεβηλοῦνται αἱ ἱεραὶ τελεταί, Ἀντιφῶν 139. 16. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ τρόπον ἀνόσιον Σοφ. Φ. 257· [[κάτω]] γῆς ἀνοσίως οἰκῶν, [[ἄνευ]] τῶν νενομισμένων τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 677.
|lstext='''ἀνόσιος''': -ον, σπανιώτερον α, ον, Εὐρ. Τρω. 1315 ([[οὕτως]] [[ἴσως]] παρ’ Αἰσχίν. 49. 17) καὶ μεταγεν.: - [[ἄναγνος]], [[ἀνίερος]], [[μιαρός]], Λατ. profanus, διαφέρει τοῦ [[ἄδικος]] [[ὅπως]] διαστέλλεται τὸ [[ὅσιος]] τοῦ [[δίκαιος]] (ἴδε [[ὅσιος]] Ι. 1), ἐπὶ προσωπ., Αἰσχύλ. Θ. 611, Σοφ. Ο. Τ. 353, κτλ.· ἀν. ὁ θεομισὴς Πλάτ. Εὐθύφρων 7Α· [[ἄδικος]] καὶ ἀν. ὁ αὐτ. Γοργ. 505Β. 2) ἐπὶ πραγμ., [[ἔργον]], [[μόρος]], [[στόμα]], γάμοι, κτλ.· Ἡρόδ. 2. 114, 3. 63, Σοφ. Ο. Κ. 981, κτλ.· αὐδῶν ἀνόσι’ οὐδὲ ῥητά μοι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1289· ἀνόσια πάσχεσιν Ἀντιφῶν 120. 6· [[μήτε]] ἀσεβές, [[μήτε]] ἀνόσιον Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22· οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀνόσιον ὁ αὐτ. Λακ. 8. 5· ἀνόσιον νέκυν, νεκρὸν εἰς ὃν δὲν ἀπεδόθησαν αἱ νενομισμέναι τιμαί, Σοφ. Ἀντ. 1071· ἀν. τι γίγνεται ἐμοῦ παρόντος, βεβηλοῦνται αἱ ἱεραὶ τελεταί, Ἀντιφῶν 139. 16. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ τρόπον ἀνόσιον Σοφ. Φ. 257· [[κάτω]] γῆς ἀνοσίως οἰκῶν, [[ἄνευ]] τῶν νενομισμένων τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 677.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impie, sacrilège ; τὰ ἀνόσια XÉN actions <i>ou</i> paroles sacrilèges;<br /><b>2</b> qui n’a pas reçu la sépulture selon les rites.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὅσιος]].
}}
}}