ἀνόσιος
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
ἀνόσιον, more rarely ἀνοσία, ἀνόσιον E.Tr.1316 (lyr.), Aeschin.2.157 (dub.), and later:—
A unholy, profane, opp. ἄδικος, as ὅσιος to δίκαιος (v. ὅσιος 1.1), of persons, A.Th.611, S.OT353, etc.; ἀνόσιος ὁ θεομισής Pl. Euthphr.7a; ἄδικος καὶ ἀνόσιος Id.Grg.505b.
2 of things, ἔργον, μόρος, στόμα, etc., Hdt.2.114, 3.65, S.OC981, etc.; αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι Id.OT1289; ἀνόσια πάσχειν Antipho 2.4.7; ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀνόσιον X.Cyr.8.7.22; οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀνόσιον Id.Lac.8.5; ἀνόσιος νέκυς = a corpse with all the rites unpaid, S Ant.1071; ἀ. τι γεγένηται ἐμοῦ παρόντος the holy rites have been profaned, Antipho 5.84.
II Adv. ἀνοσίως = impiously, sacrilegiously, in unholy wise, S.Ph.257; κάτω γῆς ἀνοσίως οἰκῶν without funeral rites, or through an unholy deed, E.El.677.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [tb. -α, -ον E.Tr.1316]
I 1impio, condenado por la ley divina de pers. ἀνήρ Hdt.8.109, D.28.16 (sup.), Is.4.19, Arist.Pol.1253a36, ἄνδρες A.Th.611, E.HF 853, Isoc.11.38, 2Ep.Ti.3.2, γυναῖκες E.Or.518, ἀ. μιάστωρ de Edipo, S.OT 353, ἀνόσιον μίασμ' ἐμόν de Heracles, E.HF 1233, de Erecteo, E.Fr.20.41M., de Antíoco, LXX 2Ma.7.34, de los judíos A.Al.8.3.43, 49, οἱ φαῦλοι Chrysipp.Stoic.3.165, ὁ θεομισὴς ἀνόσιος Pl.Euthphr.7a, ἄδικος καὶ ἀνόσιος del alma, Pl.Grg.505b, κνώδαλοι A.Supp.762
•subst. ὁ ἀνόσιος el impío Pl.Lg.881a, οἱ ἀνόσιοι los impíos I.BI 6.399, 1Ep.Ti.1.9
•como n. pr. ὁ Ἀνόσιος el Impío sobrenombre de Heliogábalo PRyl.27.28 (III d.C.)
•de partes corporales στόμα S.OC 981, Pl.R.565e, κρᾶτα δ' ἀνόσιον τεμών E.HF 567, φωνή Aeschin.2.157
•de acciones o comportamientos ἔργον Hp.Morb.Sacr.1.40, Ar.Pl.415, E.Or.286, ἔργα Lys.6.32, μόρος Hdt.3.65, τὸ δὲ εὐσεβὲς αὐτῶν καὶ τὸ θεῖον ἀσεβές ἐστι καὶ ἀνόσιον Hp.Morb.Sacr.1.28, λόγοι Ar.Th.720, σφαγαί E.Tr.1316, βίον γ' ἀχρεῖον ἀνόσιον E.HF 1302, οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀ. ... τὸ πυθοχρήστοις νόμοις μὴ πείθεσθαι el no obedecer a las leyes dadas por el dios pitio no sólo era ilegal sino impío X.Lac.8.5, ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀνόσιον X.Cyr.8.7.22, οὐδὲν ἀσεβὲς οὐδὲ ἀνόσιον X.Mem.1.1.11, πόλεμος X.HG 2.4.22, ἐπιβουλή SB 9935.9 (II a.C.), στάσις 1Ep.Clem.1.1, γνώμη Ph.2.323, neutr. plu. subst. <ὁ> ἀνόσια ἐξεργασμένος Hdt.2.114, ἀνόσι' ἂν πάσχοιμι Antipho 2.4.7, ἀνόσια ἐποίουν LXX Ez.22.9, cf. Hsch.
•de palabras αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι S.OT 1289
•en gener. ἀνόσια actos de impiedad, infamias Ar.Au.328, Pl.Lg.910c, τὰ ἀ. X.Mem.1.4.19.
2 de ceremonias no cumplidas o indebidamente realizadas ilícito γάμοι E.Io 1093, ὥς τι ἀνόσιον γεγένηται ἐμοῦ παρόντος Antipho 5.84
•impuro, no sometido a la norma ritual νέκυς S.Ant.1071, τόπος Din.2.10, ἀπαρχαί Ph.2.254.
3 portentoso ἀ. ... τὸ δρώμενον el hecho ... portentoso de la zarza que arde sin quemarse, Cyr.Al.M.69.413B.
II adv. ἀνοσίως
1 impíamente, sacrilegamente οἱ μὲν ἐκβαλόντες ἀνοσίως ἐμέ S.Ph.257, ἐπὶ τοῖς ἀ. ὑπ' ἐκείνου κατεγχειρουμένοις LXX 3Ma.1.21.
2 de forma impura por no haber sido sometido al debido rito funerario κάτω γῆς ἀνοσίως οἰκῶν E.El.677.
German (Pape)
[Seite 241] (ἀνοσία fem. stand vor Bekk. Aesch. 2, 157; Eur. Troad. 1315 ἀνοσίαις σφαγαῖσιν ch.; l. A. 1318 σφαγαῖσιν ἀνοσίοισιν), unheilig, gottlos, von Menschen u. Sachen, ἀνὴρ ἀν. καὶ ἀτάσθαλος Her. 8, 109; ἔργα ἀνοσιώτατα 8, 105 u. öfter. So Tragg., μιάστωρ Soph. O. R. 353; κομπάσματα Aesch. Spt. 533; νέκυς ἀν., = ὁσίων στερηθείς, dem noch nicht die gebührenden Begräbnißfeierlichkeiten zu Teil geworden, unbestattet, Soph. Ant. 1058. Auch in att. Prosa oft, vgl. bes. Plat. Euthyph., oft neben ἄδικος u. ἀσεβής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 impie, sacrilège ; τὰ ἀνόσια XÉN actions sacrilèges ou paroles sacrilèges;
2 qui n'a pas reçu la sépulture selon les rites;
NT: athée.
Étymologie: ἀ, ὅσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόσιος: 2, редко 3
1 нечестивый, бесчестный, преступный, кощунственный (ἀνήρ Her., Trag., Xen., Plat.; ἔργα Her., στόμα Soph.; συμφορά Eur.): τὰ ἀνόσια (sc. ἔπη или ἔργα) Xen. бесчестные слова или дела;
2 непогребенный по священным обрядам (νέκυς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόσιος: -ον, σπανιώτερον α, ον, Εὐρ. Τρω. 1315 (οὕτως ἴσως παρ’ Αἰσχίν. 49. 17) καὶ μεταγεν.: - ἄναγνος, ἀνίερος, μιαρός, Λατ. profanus, διαφέρει τοῦ ἄδικος ὅπως διαστέλλεται τὸ ὅσιος τοῦ δίκαιος (ἴδε ὅσιος Ι. 1), ἐπὶ προσωπ., Αἰσχύλ. Θ. 611, Σοφ. Ο. Τ. 353, κτλ.· ἀν. ὁ θεομισὴς Πλάτ. Εὐθύφρων 7Α· ἄδικος καὶ ἀν. ὁ αὐτ. Γοργ. 505Β. 2) ἐπὶ πραγμ., ἔργον, μόρος, στόμα, γάμοι, κτλ.· Ἡρόδ. 2. 114, 3. 63, Σοφ. Ο. Κ. 981, κτλ.· αὐδῶν ἀνόσι’ οὐδὲ ῥητά μοι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1289· ἀνόσια πάσχεσιν Ἀντιφῶν 120. 6· μήτε ἀσεβές, μήτε ἀνόσιον Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22· οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀνόσιον ὁ αὐτ. Λακ. 8. 5· ἀνόσιον νέκυν, νεκρὸν εἰς ὃν δὲν ἀπεδόθησαν αἱ νενομισμέναι τιμαί, Σοφ. Ἀντ. 1071· ἀν. τι γίγνεται ἐμοῦ παρόντος, βεβηλοῦνται αἱ ἱεραὶ τελεταί, Ἀντιφῶν 139. 16. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ τρόπον ἀνόσιον Σοφ. Φ. 257· κάτω γῆς ἀνοσίως οἰκῶν, ἄνευ τῶν νενομισμένων τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 677.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ὅσιος; wicked: unholy.
English (Thayer)
ἀνοσιον (alpha privative and ὅσιος, which see), unholy, impious, wicked: Aeschylus and) Herodotus down.)
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM ἀνόσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)
ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων
2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.
Greek Monotonic
ἀνόσιος: -ον και -α, -ον, ανίερος, βέβηλος, μιαρός, Λατ. profanus, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀνόσιος νέκυς, νεκρός που δεν του έχουν αποδοθεί οι καθιερωμένες νεκρικές τιμές, σε Σοφ.· επίρρ. -ίως, κατά τρόπο ανόσιο, στον ίδ.· χωρίς νεκρικές τελετές, σε Ευρ.
Middle Liddell
unholy, profane, Lat. profanus, of persons and things, Hdt., Attic; ἀνόσιος νέκυς a corpse with all the rites unpaid, Soph.:—adv. -ίως, in unholy wise, Soph.: without funeral rites, Eur.
Chinese
原文音譯:¢nÒsioj 安-哦西哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-仁慈
字義溯源:不虔誠的,不聖潔,邪惡的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ὅσιος)*=正直)組成
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 不虔誠(1) 提後3:2;
2) 不聖潔的(1) 提前1:9
English (Woodhouse)
criminal, evil, horrible, impious, impure, irreverent, squalid, wicked
Léxico de magia
-ον sacrílego τὸν δεῖνα καρπίσασθε τὸν πονοῦντα καρδίαν, ἕνεκεν τῆς δεῖνα, τῆς ἀσεβοῦς καὶ ἀνοσίας beneficiad a fulano, que sufre en su corazón a causa de fulana, la impía y sacrílega P IV 1412 βαίνω γὰρ καταγγέλλων τὴν διαβολὴν τῆς μιαρᾶς καὶ ἀνοσίας pues voy anunciando la calumnia de la infame y sacrílega P IV 2476
Translations
unholy
Bulgarian: нечестив; Chinese Dutch: euvel, kwaad, kwaadaardig, boos, boosaardig, slecht, onheilig; Finnish: epäpyhä, jumalaton; French: impie, maléfique; German: unheilig; Gothic: 𐌿𐌽𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐍃; Greek: ανίερος, ανόσιος; Ancient Greek: ἀμύξανος, ἄναγνος, ἀνίερος, ἀνόσιος, ἀσεβής, ἄσεπτος, ἀφόσιος, δύσθεος, δυσσεβής, κοινός; Hungarian: istentelen, szentségtelen, elvetemült, gonosz; Plautdietsch: onheilich; Romanian: rău, nesfânt, afurisit; Russian: нечестивый, порочный; Spanish: impío; Telugu: అపవిత్రమైన, అపవిత్ర; Turkish: kötü, fena, kem, şeytanî; Volapük: nesaludik
accursed
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: fichu, satanée, détestable; Greek: καταραμένος, επάρατος; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀλιτηριώδης, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἀράσιμος, ἀρατός, ἀρητός, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, ἐπικατάρατος, ἐπίτριπτος, καταράσιμος, κατάρατος, κατάρητος, κάταρϝος, κατηραμένος, κατήρητος, οὐλόμενος, πρόστροπος; Irish: mallachtach; Portuguese: maldito; Romanian: blestemat, afurisit