3,252,803
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιφορτίζω''': διὰ τῶν χρημάτων τοῦ πωληθέντος φορτίου [[ἀγοράζω]] [[ἄλλο]] [[ἐμπόρευμα]] καὶ φορτώνω δι’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[πλοῖον]], [[ἐπειδὰν]] ἀποδῶνται ἐν τῷ Πόντῳ ἃ ἦγον, [[πάλιν]] ἀνταγοράζειν χρήματα καὶ ἀντιφορτίζειν (-εσθαι, Blass) καὶ ἀπάγειν Ἀθήναζε Δημ. 931.1 (κατὰ τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ.), ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[αὐτόθι]] 13., 935. 20. ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[ἐξάγω]] ἐμπορεύματα [[ἀπέναντι]] τῶν εἰσαγομένων, τοῖς ἐμπόροις ... ἀντιφορτίζεσθαί τι [[ἀνάγκη]]˙ νομίσμασι γὰρ οὐ χρησίμοις ἔξω χρῶνται Ξεν. Πόρ. 3. 2˙ [[ἀργύριον]] Ἀριστ. π. Θαυμ. 135. 2) Παθ., ἐμπορεύματα φορτωθέντα [[ἀπέναντι]] τῶν πωληθέντων, καὶ ἀπάξουσι τὰ χρήματα τὰ ἐκ τοῦ Πόντου ἀντιφορτισθέντα, συγγραφὴ (συμφωνητικὸν) παρὰ Δημ. 926. 11., 931. 1. | |lstext='''ἀντιφορτίζω''': διὰ τῶν χρημάτων τοῦ πωληθέντος φορτίου [[ἀγοράζω]] [[ἄλλο]] [[ἐμπόρευμα]] καὶ φορτώνω δι’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[πλοῖον]], [[ἐπειδὰν]] ἀποδῶνται ἐν τῷ Πόντῳ ἃ ἦγον, [[πάλιν]] ἀνταγοράζειν χρήματα καὶ ἀντιφορτίζειν (-εσθαι, Blass) καὶ ἀπάγειν Ἀθήναζε Δημ. 931.1 (κατὰ τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ.), ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[αὐτόθι]] 13., 935. 20. ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[ἐξάγω]] ἐμπορεύματα [[ἀπέναντι]] τῶν εἰσαγομένων, τοῖς ἐμπόροις ... ἀντιφορτίζεσθαί τι [[ἀνάγκη]]˙ νομίσμασι γὰρ οὐ χρησίμοις ἔξω χρῶνται Ξεν. Πόρ. 3. 2˙ [[ἀργύριον]] Ἀριστ. π. Θαυμ. 135. 2) Παθ., ἐμπορεύματα φορτωθέντα [[ἀπέναντι]] τῶν πωληθέντων, καὶ ἀπάξουσι τὰ χρήματα τὰ ἐκ τοῦ Πόντου ἀντιφορτισθέντα, συγγραφὴ (συμφωνητικὸν) παρὰ Δημ. 926. 11., 931. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=importer <i>ou</i> recevoir en échange de marchandises exportées;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιφορτίζομαι importer une cargaison en échange de celle qu’on a exportée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντίφορτος]]. | |||
}} | }} |