ἀνομόλογος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνομόλογος''': -ον, [[ἀσύμφωνος]], διὰ τὸ ἐκεῖνα [[εἶναι]] ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40.
|lstext='''ἀνομόλογος''': -ον, [[ἀσύμφωνος]], διὰ τὸ ἐκεῖνα [[εἶναι]] ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non d’accord, contradictoire.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὁμόλογος]].
}}
}}