ἀνυποδησία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυποδησία''': ἡ, τὸ μὴ ἔχειν εἰς τοὺς πόδας ὑποδήματα, τὸ εἶναί τινα ἀνυπόδητον, Πλάτ. Νόμ. 633C, Ξεν. Λακ. 2. 3.
|lstext='''ἀνυποδησία''': ἡ, τὸ μὴ ἔχειν εἰς τοὺς πόδας ὑποδήματα, τὸ εἶναί τινα ἀνυπόδητον, Πλάτ. Νόμ. 633C, Ξεν. Λακ. 2. 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’aller pieds nus.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνυπόδητος]].
}}
}}