ἀνυποδησία

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυποδησία Medium diacritics: ἀνυποδησία Low diacritics: ανυποδησία Capitals: ΑΝΥΠΟΔΗΣΙΑ
Transliteration A: anypodēsía Transliteration B: anypodēsia Transliteration C: anypodisia Beta Code: a)nupodhsi/a

English (LSJ)

ἡ, a going barefoot, Pl.Lg.633c, X.Lac.2.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
hecho de ir descalzo χειμώνων ... ἀνυποδησίαι falta de calzado en el invierno Pl.Lg.633c, cf. X.Lac.2.3, M.Ant.5.8, Plu.2.634a, Philostr.Im.1.16.

German (Pape)

[Seite 266] (unatt. ἀνυποδεσία), ἡ, Schuhlosigkeit, Barfußgehen, Plat. Legg. I, 633 c Xen. Lac. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d'aller pieds nus.
Étymologie: ἀνυπόδητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυποδησία:отсутствие обуви, хождение босиком Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποδησία: ἡ, τὸ μὴ ἔχειν εἰς τοὺς πόδας ὑποδήματα, τὸ εἶναί τινα ἀνυπόδητον, Πλάτ. Νόμ. 633C, Ξεν. Λακ. 2. 3.

Greek Monolingual

κ. -δεσία (Α ἀνυποδησία κ. -δεσία)
το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά.

Greek Monotonic

ἀνυποδησία: ἡ, βάδισμα χωρίς υποδήματα, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

[from ἀνυπόδητος
a going barefoot, Plat., Xen.