σκύφος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύφος''': -ου, ὁ καὶ [[σκύφος]], εος, τό· - [[ποτήριον]], [[μάλιστα]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πενομένοις τῶν ἀγροτῶν, Ὀδ. Ξ. 112 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε δῶκε σκύφον, Ἀριστοφ. δὲ ὁ Βυζ. [[σκύφος]])· τὸ οὐδέτερον [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἐπιχ. 61 Ahr., Εὐρ. Κύκλ. 390, 411, Ἀποσπ. 135, Ἐπιγέν. ἐν «Βακχίδι» 3, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 2, Ἄρχιππ. ἐν «Ἀμφιτρύωνι» 3· ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν παρ’ Ἀλκμ. 18, Ἀνακρ. 82, Σιμωνίδ. 247, Εὐρ. Κύκλ. 256, 556, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, κτλ.· - ἐπὶ ξυλίνων ποτηρίων, «καυκί», Θεόκρ. 1. 143, κισσοῦ σκ., κίσσινον σκ., = κυσσύβιον, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀποσπ. 135. (Πιθ. ἐκ τοῦ κύω, [[περιέχω]], συγγενὲς τῷ [[κῦφος]] ΙΙ, [[κύπελλον]], [[κύπη]]. Λατ. cūpa). [ῠ· - [[μάλιστα]] ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 42. 2, 5, ὁ Ἀναξίμανδρ. καὶ ὁ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχουσιν ῡ, ὅτε προτείνεται ἡ γραφ. σκύπφος· ἀλλὰ καὶ ἂν οὕτω προεφέρετο ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Αἰολεῦσιν, ἡ γραφὴ τοῦ παλαιοῦ τύπου πιθανῶς δὲν μετεβλήθη, Scaliger εἰς Εὐσ. Χρον. 119, Wolf προοίμ. εἰς Ἰλ. σ. Ixxi· πρβλ. [[Ζεφυρίη]], [[ὄφις]], [[φιλόσοφος]], [[βρόχος]], [[ἰαχέω]]].
|lstext='''σκύφος''': -ου, ὁ καὶ [[σκύφος]], εος, τό· - [[ποτήριον]], [[μάλιστα]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πενομένοις τῶν ἀγροτῶν, Ὀδ. Ξ. 112 ([[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε δῶκε σκύφον, Ἀριστοφ. δὲ ὁ Βυζ. [[σκύφος]])· τὸ οὐδέτερον [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἐπιχ. 61 Ahr., Εὐρ. Κύκλ. 390, 411, Ἀποσπ. 135, Ἐπιγέν. ἐν «Βακχίδι» 3, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 2, Ἄρχιππ. ἐν «Ἀμφιτρύωνι» 3· ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν παρ’ Ἀλκμ. 18, Ἀνακρ. 82, Σιμωνίδ. 247, Εὐρ. Κύκλ. 256, 556, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, κτλ.· - ἐπὶ ξυλίνων ποτηρίων, «καυκί», Θεόκρ. 1. 143, κισσοῦ σκ., κίσσινον σκ., = κυσσύβιον, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀποσπ. 135. (Πιθ. ἐκ τοῦ κύω, [[περιέχω]], συγγενὲς τῷ [[κῦφος]] ΙΙ, [[κύπελλον]], [[κύπη]]. Λατ. cūpa). [ῠ· - [[μάλιστα]] ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 42. 2, 5, ὁ Ἀναξίμανδρ. καὶ ὁ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχουσιν ῡ, ὅτε προτείνεται ἡ γραφ. σκύπφος· ἀλλὰ καὶ ἂν οὕτω προεφέρετο ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Αἰολεῦσιν, ἡ γραφὴ τοῦ παλαιοῦ τύπου πιθανῶς δὲν μετεβλήθη, Scaliger εἰς Εὐσ. Χρον. 119, Wolf προοίμ. εἰς Ἰλ. σ. Ixxi· πρβλ. [[Ζεφυρίη]], [[ὄφις]], [[φιλόσοφος]], [[βρόχος]], [[ἰαχέω]]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />skyphos, <i>vase à boire haut et sans pied</i>, tasse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκάφος]].
}}
}}