πάθος: Difference between revisions

2,712 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάθος''': [ᾰ], εος, τό· (√ΠΑΘ, [[πάσχω]])· -[[ὡσαύτως]] [[πάθημα]], πᾶν ὅ, τι συμβαίνει εἴς τινα, [[σύμβαμα]], συμβὰν τυχαῖον, τὰ ἀνθρωπήια [[πάθη]] Ἡρόδ. 5. 4· τὸ συντυχὸν π. Σοφ. Αἴ. 313· οὐ τόδ’ ἦν π., [[ὅπου]] τοῦτο συνέβη, ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 732· πρβλ. Ἀντιφῶντα 123. 9. 2) ὅ, τι ἔχει πάθει τις, καλὸν ἢ κακόν, [[πάθημα]], τὸν πάθει [[μάθος]] θέντα [[κυρίως]] ἔχειν (ἴδε [[πάθημα]] Ι), Αἰσχύλ. Ἀγ. 177· τά γ’ ἐμὰ [[πάθη]], ἡ ἐμὴ [[πεῖρα]], ὅσα ἐγὼ ἐδοκίμασα, Πλάτ. Φαίδων 96Α· - εν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις [[δρᾶμα]], [[ποίημα]], [[πρᾶξις]], [[ἔργον]], ὡς, τὸ [[δρᾶμα]] τοῦ πάθους πλέον Αἰσχύλ. Ἀγ. 533, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 248D, Φαῖδρ. 245D, Νόμ. 876D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 2, Ποιητ. 1, 6. -ἀλλὰ συνήθως, β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[συμφορά]], Ἡρόδ. 1, 91., 5. 4, Αἰσχύλ. Πρ. 703, κτλ.· οὐλίῳ σὺν πάθει Σοφ. Αἴ. 933· τὰ τῆς Νιόβης π. Πλάτ. Πολ. 380Α, κτλ.· ἀνήκεστον π. ἔρδειν, πράττειν πρᾶξιν ἥτις [[εἶναι]] [[ἀνεπανόρθωτος]] [[βλάβη]], Ἡρόδ. 1 137· [[μετὰ]] τὸ τῆς θυγατρὸς π., δηλ. τὸν θάνατον αὐτῆς, ὁ αὐτ. 2. 133· π. μέγα πεπονθέναι, ἐπὶ [[μεγάλης]] ἥττης, ὁ αὐτ. 3. 147, πρβλ. 5. 87 κ. ἀλλ.· πάθει χρησαμένων (τῶν Μυκαλησσίων) οὐδενὸς ὡς ἐπὶ μεγέθει τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἧσσον ὀλοφύρασθαι ἀξίῳ Θουκ. 7. 30. γ) Προσβολὴ νόσου, [[ἀσθένεια]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 8., 3. 1, 17, κ. ἀλλ. δ) τὰ [[πάθη]] τοῦ Χριστοῦ, Βαρν. 6, σ. 740Α, Ἰγνάτ. 640Α, 672Β, Ἰουστίνου Ἀπολ. 1, 32, κλ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, πᾶν [[αἴσθημα]] ἰσχυρόν [[οἷον]] [[ἔρως]], [[ἀγάπη]], [[μῖσος]], κτλ. ([[ὅλως]] οἷς ἕπεται [[ἡδονή]] ἢ [[λύπη]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 2)· διὰ πάθους Θουκ. 3. 84· ἐρωτικὸν π., κτλ., Πλάτ.· π. ποιεῖν, κινεῖν, ἐξεγείρειν [[πάθος]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 8· ἐν π. [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 3. 16, 8· ἐκτὸς τοῦ π. [[εἶναι]], [[ἐλεύθερος]], ἀπηλλαγμένος πάθους, Τέλης παρὰ Στοβ. 576. 2· ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι Δίων Πολ. 432D· τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῶν ὀμμάτων π., ὅ,τι πάσχουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ἐμβλέποντες εἰς [[κάτοπτρον]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 193C, κτλ. 2) παρὰ τοῖς ἐπιστημονικοῖς συγγραφεῦσι τὰ συμβεβηκότα τῶν πραγμάτων, αἱ μεταβολαὶ εἰς ἃς ὑπόκεινται, ([[ποιότης]] καθ’ ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 21), τὰ οὐράνια [[πάθη]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 285C· τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96C· τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 2· π. τοῦτο, ὃ καλοῦμεν σεισμὸν ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4. 29· ἴδε [[πάθημα]] ΙΙΙ. 2. 3) ἐν τῇ λογικῇ ἐπὶ τῶν συμβεβηκότων ἢ ἰδιοτήτων τῶν πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[οὐσία]], Πλάτ. Εὐθύφρων 11Α· - [[οὕτως]] ἐν τῇ φυσικῇ, [[οἷον]] τὸ λευκὸν καὶ τὸ [[μέλαν]], καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ [[βαρύτης]] καὶ [[κουφότης]], κτλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 21· ἐν τῇ ἀριθμητικῇ καὶ τοῖς μαθηματικοῖς, τὸ τῶν ἀριθμῶν π. [[αὐτόθι]] 1. 5. 2· [[γεωμετρία]] περὶ τὰ συμβεβηκότα [[πάθη]] τοῖς μεγέθεσι ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 1, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 7, 1· - ἴδε [[πάθημα]] ΙΙΙ. 3. 4) ἐν τῇ γραμμ., αἱ μεταβολαὶ λέξεώς τινος κατὰ τὴν κλίσιν, [[κλίσις]], [[συζυγία]], κτλ. IV. ἐν τῇ Ρητορ. παθητικὸν [[ὕφος]] ἢ [[τρόπος]] ἐκφράσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 2, Πλούτ. 2. 711Ε, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 489.
|lstext='''πάθος''': [ᾰ], εος, τό· (√ΠΑΘ, [[πάσχω]])· -[[ὡσαύτως]] [[πάθημα]], πᾶν ὅ, τι συμβαίνει εἴς τινα, [[σύμβαμα]], συμβὰν τυχαῖον, τὰ ἀνθρωπήια [[πάθη]] Ἡρόδ. 5. 4· τὸ συντυχὸν π. Σοφ. Αἴ. 313· οὐ τόδ’ ἦν π., [[ὅπου]] τοῦτο συνέβη, ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 732· πρβλ. Ἀντιφῶντα 123. 9. 2) ὅ, τι ἔχει πάθει τις, καλὸν ἢ κακόν, [[πάθημα]], τὸν πάθει [[μάθος]] θέντα [[κυρίως]] ἔχειν (ἴδε [[πάθημα]] Ι), Αἰσχύλ. Ἀγ. 177· τά γ’ ἐμὰ [[πάθη]], ἡ ἐμὴ [[πεῖρα]], ὅσα ἐγὼ ἐδοκίμασα, Πλάτ. Φαίδων 96Α· - εν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις [[δρᾶμα]], [[ποίημα]], [[πρᾶξις]], [[ἔργον]], ὡς, τὸ [[δρᾶμα]] τοῦ πάθους πλέον Αἰσχύλ. Ἀγ. 533, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 248D, Φαῖδρ. 245D, Νόμ. 876D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 2, Ποιητ. 1, 6. -ἀλλὰ συνήθως, β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[συμφορά]], Ἡρόδ. 1, 91., 5. 4, Αἰσχύλ. Πρ. 703, κτλ.· οὐλίῳ σὺν πάθει Σοφ. Αἴ. 933· τὰ τῆς Νιόβης π. Πλάτ. Πολ. 380Α, κτλ.· ἀνήκεστον π. ἔρδειν, πράττειν πρᾶξιν ἥτις [[εἶναι]] [[ἀνεπανόρθωτος]] [[βλάβη]], Ἡρόδ. 1 137· [[μετὰ]] τὸ τῆς θυγατρὸς π., δηλ. τὸν θάνατον αὐτῆς, ὁ αὐτ. 2. 133· π. μέγα πεπονθέναι, ἐπὶ [[μεγάλης]] ἥττης, ὁ αὐτ. 3. 147, πρβλ. 5. 87 κ. ἀλλ.· πάθει χρησαμένων (τῶν Μυκαλησσίων) οὐδενὸς ὡς ἐπὶ μεγέθει τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἧσσον ὀλοφύρασθαι ἀξίῳ Θουκ. 7. 30. γ) Προσβολὴ νόσου, [[ἀσθένεια]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 8., 3. 1, 17, κ. ἀλλ. δ) τὰ [[πάθη]] τοῦ Χριστοῦ, Βαρν. 6, σ. 740Α, Ἰγνάτ. 640Α, 672Β, Ἰουστίνου Ἀπολ. 1, 32, κλ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, πᾶν [[αἴσθημα]] ἰσχυρόν [[οἷον]] [[ἔρως]], [[ἀγάπη]], [[μῖσος]], κτλ. ([[ὅλως]] οἷς ἕπεται [[ἡδονή]] ἢ [[λύπη]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 2)· διὰ πάθους Θουκ. 3. 84· ἐρωτικὸν π., κτλ., Πλάτ.· π. ποιεῖν, κινεῖν, ἐξεγείρειν [[πάθος]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 8· ἐν π. [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 3. 16, 8· ἐκτὸς τοῦ π. [[εἶναι]], [[ἐλεύθερος]], ἀπηλλαγμένος πάθους, Τέλης παρὰ Στοβ. 576. 2· ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι Δίων Πολ. 432D· τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῶν ὀμμάτων π., ὅ,τι πάσχουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ἐμβλέποντες εἰς [[κάτοπτρον]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 193C, κτλ. 2) παρὰ τοῖς ἐπιστημονικοῖς συγγραφεῦσι τὰ συμβεβηκότα τῶν πραγμάτων, αἱ μεταβολαὶ εἰς ἃς ὑπόκεινται, ([[ποιότης]] καθ’ ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 21), τὰ οὐράνια [[πάθη]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 285C· τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96C· τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 2· π. τοῦτο, ὃ καλοῦμεν σεισμὸν ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4. 29· ἴδε [[πάθημα]] ΙΙΙ. 2. 3) ἐν τῇ λογικῇ ἐπὶ τῶν συμβεβηκότων ἢ ἰδιοτήτων τῶν πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[οὐσία]], Πλάτ. Εὐθύφρων 11Α· - [[οὕτως]] ἐν τῇ φυσικῇ, [[οἷον]] τὸ λευκὸν καὶ τὸ [[μέλαν]], καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ [[βαρύτης]] καὶ [[κουφότης]], κτλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 21· ἐν τῇ ἀριθμητικῇ καὶ τοῖς μαθηματικοῖς, τὸ τῶν ἀριθμῶν π. [[αὐτόθι]] 1. 5. 2· [[γεωμετρία]] περὶ τὰ συμβεβηκότα [[πάθη]] τοῖς μεγέθεσι ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 1, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 7, 1· - ἴδε [[πάθημα]] ΙΙΙ. 3. 4) ἐν τῇ γραμμ., αἱ μεταβολαὶ λέξεώς τινος κατὰ τὴν κλίσιν, [[κλίσις]], [[συζυγία]], κτλ. IV. ἐν τῇ Ρητορ. παθητικὸν [[ὕφος]] ἢ [[τρόπος]] ἐκφράσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 2, Πλούτ. 2. 711Ε, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 489.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />ce qu’on éprouve, <i>par opp. à ce qu’on fait, càd</i> tout ce qui affecte le corps <i>ou</i> l’âme, en bien <i>ou</i> en mal, surtout en mal, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> <i>abs.</i> ce qu’on éprouve : ἐξεύχεται τὸ [[δρᾶμα]] [[τοῦ]] πάθους [[πλέον]] ESCHL il vante ce qu’il a fait plus que ce qu’il a éprouvé ; τὰ [[τοῦ]] Κρόνου ἔργα καὶ [[πάθη]] ὑπὸ [[τοῦ]] υἱέος PLAT ce que Cronos a fait et ce qu’il a éprouvé de la part de son fils ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> épreuve, expérience : [[τά]] γ’ ἐμὰ [[πάθη]] PLAT les épreuves, les expériences que j’ai faites ; πάθει μάθος θεὶς [[κυρίως]] ἔχειν ESCHL ayant établi (cette loi) que la science s’acquière par l’expérience;<br /><b>2</b> événement, conjoncture : [[χῶρος]] [[οὗ]] τόδ’ [[ἦν]] [[πάθος]] SOPH l’endroit où eut lieu cet événement (<i>càd</i> le meurtre) ; τὰ ἀνθρωπήϊα πάθεα HDT les conjonctures humaines ; <i>en mauv. part</i> ποίνιμα πάθεα παθεῖν SOPH subir un châtiment ; ἀνήκεστον [[πάθος]] ἕρδειν HDT exercer des violences sur qqn, lui faire subir le pire traitement ; <i>abs.</i> triste sort, infortune, malheur : ἰδὼν [[πάθος]] [[μέγα]] Πέρσας πεπονθότας HDT ayant vu que les Perses avaient subi un grand désastre ; μετὰ τὸ τῆς θυγατρὸς [[πάθος]] HDT près la mort de sa fille;<br /><b>II.</b> état de l’âme agitée par des circonstances extérieures, disposition morale, <i>particul.</i> disposition agitée : <i>en b. part</i> sentiments généreux <i>ou</i> agréables, pitié, plaisir, amour, <i>etc. ; en mauv. part</i> chagrin, affliction, tristesse, colère, haine, <i>etc.</i> ; διὰ πάθους THC par passion;<br /><b>III.</b> <i>t. de philos., de log. ou de sc.</i> :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> τὸ [[πάθος]] ARSTT affection, passion ; τὰ [[πάθη]] les événements, les changements qui se produisent dans les choses : τὰ περὶ τὸν οὐρανόν [[τε]] καὶ τὴν γῆν [[πάθη]] PLAT ce qui se passe au ciel et sur la terre ; τὰ [[πάθη]] ARSTT les attributs;<br /><b>2</b> les propriétés des lignes géométriques;<br /><b>3</b> <i>t. de rhét.</i> expression passionnée <i>ou</i> émue, pathétique ; sujet émouvant d’une tragédie;<br /><b>4</b> <i>t. de gramm.</i> le Passif.<br />'''Étymologie:''' R. Παθ, souffrir ; v. [[πάσχω]] ; cf. <i>lat.</i> pati.
}}
}}