ἐγγενής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγενής''': -ές, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, εγχώριος, [[αὐτόχθων]], Λατ. indigena, Ἡρόδ. 2. 47· ἀντίθετον τῷ [[μέτοικος]], ἐγγενὴς Θηβαῖος Σοφ. Ο. Τ. 452· θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς, τοὺς θεοὺς τῆς φυλῆς ἢ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 582, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 199, Ἠλ. 428. 2) τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, [[συγγενής]], Σοφ. Ο. Τ. 1168, κτλ. (ἐν 1506, ὁ Δινδ. προτείνει ἐκγενεῖς)· ἐγγενὴς [[κηδεία]], [[σχέσις]] πρὸς συγγενῆ, Εὐρ. Ἱκ. 134: - Ἐπίρρ. -νῶς = γνησίως, ἢ συγγενικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1225. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων, ὁ φύσει ἐνών, ἐμπεφυκώς, [[σύμφυτος]], [[νοῦς]] Σοφ. Ἠλ. 1328· σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμμεν]] ἀγαθοῖς, [[εἶναι]] [[ἴδιον]] τοῦ γένους αὐτῶν νὰ [[εἶναι]] ἀγαθοί, Πινδ. Ν. 10. 95· οὕτω, [[πόνος]] ἐγγ., οἰκογενειακός, Αἰσχύλ. Χο. 466· τἀγγενῆ κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1430.
|lstext='''ἐγγενής''': -ές, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, εγχώριος, [[αὐτόχθων]], Λατ. indigena, Ἡρόδ. 2. 47· ἀντίθετον τῷ [[μέτοικος]], ἐγγενὴς Θηβαῖος Σοφ. Ο. Τ. 452· θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς, τοὺς θεοὺς τῆς φυλῆς ἢ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 582, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 199, Ἠλ. 428. 2) τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, [[συγγενής]], Σοφ. Ο. Τ. 1168, κτλ. (ἐν 1506, ὁ Δινδ. προτείνει ἐκγενεῖς)· ἐγγενὴς [[κηδεία]], [[σχέσις]] πρὸς συγγενῆ, Εὐρ. Ἱκ. 134: - Ἐπίρρ. -νῶς = γνησίως, ἢ συγγενικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1225. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων, ὁ φύσει ἐνών, ἐμπεφυκώς, [[σύμφυτος]], [[νοῦς]] Σοφ. Ἠλ. 1328· σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμμεν]] ἀγαθοῖς, [[εἶναι]] [[ἴδιον]] τοῦ γένους αὐτῶν νὰ [[εἶναι]] ἀγαθοί, Πινδ. Ν. 10. 95· οὕτω, [[πόνος]] ἐγγ., οἰκογενειακός, Αἰσχύλ. Χο. 466· τἀγγενῆ κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1430.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> indigène, national;<br /><b>2</b> de la même race, de la même famille;<br /><b>3</b> inné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γένος]].
}}
}}