λιχμάζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιχμάζω''': ([[λείχω]]) = [[λιχμάω]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., [[λείχω]], ὃν [[πόδα]] λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.
|lstext='''λιχμάζω''': ([[λείχω]]) = [[λιχμάω]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., [[λείχω]], ὃν [[πόδα]] λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>darder sa langue.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λιχμάω]].<br /><span class="bld">2</span>se pourlécher.<br />'''Étymologie:''' usage thrace de [[λιχμάζω]].
}}
}}