καθηγεμών: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθηγεμών''': -όνος, ὁ, ἡ, = [[ἡγεμών]], [[ὁδηγός]], καθηγεμὼν τῆς ὁδοῦ Ἡρόδ. 7. 128, πρβλ. Πολύβ. 3. 48, 11· Ἀράτῳ καθηγεμόνι χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 7. 14, 4· καθ. τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν ἀρετήν, Πλουτ. Δίων 1· ὡς [[ὄνομα]] θεῶν, παραπλὴσιον τῷ [[ἀρχηγέτης]], [[Διόνυσος]] καθ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067 68Α· [[Ἀφροδίτη]] καθ. Πλουτ. Θησ. 18· ἴδε Böchk Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 657. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καθηγεμών]]· [[ὁδηγός]]. [[διδάσκαλος]]».
|lstext='''καθηγεμών''': -όνος, ὁ, ἡ, = [[ἡγεμών]], [[ὁδηγός]], καθηγεμὼν τῆς ὁδοῦ Ἡρόδ. 7. 128, πρβλ. Πολύβ. 3. 48, 11· Ἀράτῳ καθηγεμόνι χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 7. 14, 4· καθ. τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν ἀρετήν, Πλουτ. Δίων 1· ὡς [[ὄνομα]] θεῶν, παραπλὴσιον τῷ [[ἀρχηγέτης]], [[Διόνυσος]] καθ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067 68Α· [[Ἀφροδίτη]] καθ. Πλουτ. Θησ. 18· ἴδε Böchk Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 657. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καθηγεμών]]· [[ὁδηγός]]. [[διδάσκαλος]]».
}}
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br /><b>1</b> guide, conducteur ; καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς PLUT guide dans le chemin de la vertu;<br /><b>2</b> maître.<br />'''Étymologie:''' [[καθηγέομαι]].
}}
}}